Papandreoupeloponnisos
Άρθρο του Γ. Παπανδρέου στην εφημερίδα «Πελοπόννησος»
• 14 Απριλίου 2014, 19:17
Άρθρο, Γραφείο Τύπου, Πρώην Πρωθυπουργός
Στο περυσινό άρθρο μου στην εφημερίδα «Πελοπόννησος»,
με αφορμή πάλι το θέμα της περιφερειακής ανάπτυξης, κατέληγα πως πρέπει «να
απελευθερώσουμε τις υγιείς παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του τόπου μας,
για να φέρουμε το μέλλον που αξίζει στους Έλληνες, στη χώρα, κοντύτερα».
Η Ελλάδα δεν είναι μια φτωχή χώρα αλλά μια χώρα που,
για πολλές δεκαετίες, ήταν αντικείμενο κακοδιαχείρισης, πελατειακής νοοτροπίας
και πρακτικής. Πίστευα και πιστεύω πως τα οικονομικά προβλήματα της χώρας είναι
μόνο η κορυφή του παγόβουνου, συμπτώματα βαθύτερων αιτιών. Όσο δεν κοιτάμε
κατάματα και δεν αντιμετωπίζουμε αυτές τις βαθύτερες αιτίες τόσο οι οικονομικές
κρίσεις θα είναι επαναλαμβανόμενα φαινόμενα που πισωγυρίζουν τη χώρα.
Eίναι αυτές οι αιτίες που αποτελούν τροχοπέδη στην
απελευθέρωση υγιών και δυναμικών στρωμάτων της κοινωνίας. Για πολλά χρόνια, η
έννοια της επιχειρηματικότητας ήταν ενοχοποιημένη, ταυτισμένη, με το κρατικό
και ευρωπαϊκό εύκολο χρήμα. Τα εύκολα λόγια για «περιφερειακή ανάπτυξη»
παρέμεναν στα συρτάρια υπουργικών γραφείων, ενώ παράλληλα, το σύστημα της
Παιδείας λειτουργούσε με την κρατικίστικη προσέγγιση του «βολέματος», με
πελατειακή λογική. Το ίδιο το κράτος αποτελούσε πηγή αστάθειας για το
επιχειρηματικό περιβάλλον, εμπόδιο για όποιον ήθελε να επιχειρήσει. Φορολογικό
περιβάλλον συνεχώς μεταβαλλόμενο, αθηνοκεντρική προσέγγιση, γραφειοκρατία, και
μη ξεκάθαροι, κοινοί όροι για όλους, συνιστούσαν το επενδυτικό πλαίσιο της
Ελλάδας.
Από το 2010 και υπό την ασφυκτική πίεση που
δημιουργούσε η δημοσιονομική στενότητα της χώρας, επιχειρήσαμε να ανατρέψουμε
αυτό το πλαίσιο, χτυπώντας τα αίτια του προβλήματος, όχι μόνο τα συμπτώματα, με
μαγιά την εξωστρέφεια και το φυσικό δαιμόνιο του Έλληνα.
Η περιφερειακή ανάπτυξη αποτέλεσε κεντρική επιλογή,
προωθήσαμε σειρά αλλαγών, γιατί θέλουμε τον πολίτη συμμέτοχο, να αποφασίζει για
την ανάπτυξη της περιοχής του. Προσωπική μου πεποίθηση είναι πως πρέπει να
δημιουργηθεί μία νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κεντρικού κράτους και
περιφέρειας, ώστε η τελευταία να αποτελέσει τον μελλοντικό βραχίονα ανάπτυξης.
Στην κατεύθυνση αυτή, αφετηρία ήταν η Παιδεία, ώστε τα
πανεπιστήμιά μας να αποκτήσουν την απαραίτητη -στην εποχή μας- εξωστρέφεια και
διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Να αποκτήσουν
ουσιαστική αυτονομία και να πάψουν να είναι δέσμια μειοψηφιών και συντεχνιακών
κατεστημένων.
Να εισρεύσουν
άνθρωποι με διεθνές κύρος και παγκόσμια υπόσταση, να μεταφέρουν γνώσεις και
εμπειρίες. Οσο κι αν ανατράπηκε αυτή η λογική αργότερα, αποτελεί μονόδρομο.
Στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας δεσπόζει το
πανεπιστήμιο της Πάτρας. Οι δυνατότητές του είναι τεράστιες γιατί διαθέτει και
το επιστημονικό προσωπικό και τις δομές για να προσελκύσει σημαντικά μυαλά της
χώρας αλλά και του εξωτερικού. Μπορεί να καταστεί κοιτίδα δημιουργίας,
καινοτομίας, έρευνας και τεχνολογίας ώστε να παράγει επιστήμονες που
αντεπεξέρχονται στα νέα παγκόσμια δεδομένα, αρκεί να δημιουργήσει ένα σαφές,
εξωστρεφές πλάνο.
Το Ανοικτό Πανεπιστήμιο, με έδρα την Πάτρα,
αποδείχθηκε πετυχημένη επιλογή. Χιλιάδες συμπολίτες μας απέκτησαν την ευκαιρία
να έχουν εξ αποστάσεως πρόσβαση σε ποιοτικά προγράμματα ανώτατης εκπαίδευσης,
που συνέβαλαν καθοριστικά στην πνευματική και επαγγελματική τους εξέλιξη.
Σημαντική είναι η συμβολή των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων
της περιοχής που παραδίδουν στην κοινωνία κατάλληλα καταρτισμένο δυναμικό, ο
πρακτικός ρόλος του οποίου έχει αποδειχθεί κρίσιμος κατά τη διάρκεια της
οικονομικής κρίσης.
Σημαντική επιλογή υπήρξε και ο «Καλλικράτης». Δεν
πρόκειται απλά για μία διοικητική ανακατανομή της χώρας αλλά για ουσιαστική,
συνειδητή επιλογή περιφερειακής ανάπτυξης, που εξοικονομεί πόρους και
εναρμονίζει την ελληνική περιφέρεια με τα σύγχρονα, ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η Περιφέρεια είναι σήμερα ο θεσμός που οφείλει να
υποδεικνύει τις εστίες ανάπτυξης. Ποιος γνωρίζει καλύτερα από την τοπική
κοινωνία που υπάρχουν δυνατότητες ανάπτυξης, προβλήματα και λύσεις; Ποιος
γνωρίζει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, τη γη, τον αέρα, τη θάλασσα, τις
καλλιέργειες, τη κτηνοτροφία, τον τουρισμό, την αλιεία, τις τεχνολογικές
δυνατότητες της Δυτικής Ελλάδας, από τους ίδιους τους κατοίκους της και τους
εκλεγμένους αντιπροσώπους τους;
Σημειώνω πως πριν από τον Καλλικράτη υπήρχε ένα
δαιδαλώδες πλέγμα περίπου 6.000 τοπικών δημοτικών, κοστοβόρων επιχειρήσεων, ενώ
με το νέο μοντέλο μειώθηκαν σε μόλις 1.800, χωρίς να επηρεαστεί η
αποτελεσματικότητα του κράτους. Ποιος θυμάται σήμερα τις νομαρχίες και τα
πολυπληθή νομαρχιακά συμβούλια; Τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν για τα δημόσια
ταμεία ήταν πολλά και μάλιστα, στο πλαίσιο του προεκλογικού προγράμματος του
ΠΑΣΟΚ και όχι μνημονιακών υποχρεώσεων.
Ο νέος ρόλος του επιτελικού κράτος είναι να στέκεται
αρωγός των επιλογών των τοπικών κοινωνιών. Με δίκαιη φορολογία των
επιχειρήσεων, που μειώνεται προοδευτικά, όσο η επιχείρηση επανεπενδύει τα κέρδη
της σε προσλήψεις προσωπικού, σε υποδομές, στο περιβάλλον, στην καινοτομία. Σε
τομείς, δηλαδή, προστιθέμενης, πολλαπλασιαστικής αξίας για την κοινωνία.
Στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, που είναι
βασικός ανασταλτικός παράγοντας για ένα φιλικό επενδυτικό περιβάλλον, μειώσαμε
δραστικά τον απαιτούμενο χρόνο για την ίδρυση μιας επιχείρησης. Υπήρχαν,
ετήσια, 35 εκατομμύρια βεβαιώσεις, επικυρώσεις και παραστατικά που
καταργήθηκαν.
Αυτές οι επιλογές έθεσαν τις βάσεις, αποτέλεσαν βήματα
μπροστά, προς την απελευθέρωση των υγιών και δημιουργικών δυνάμεων. Αποτέλεσμα,
τοπικές καλές πρακτικές υπάρχουν ήδη ενώ πολλά που έγιναν, θα αποδώσουν καρπούς
σε δεύτερη φάση.
Στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας λειτουργεί μια
επιχείρηση – πρότυπο για ολόκληρη τη χώρα, η «Λουξ». Αναπτύσσεται δυναμικά,
διατηρώντας επί 63 χρόνια την έδρα της στην Πάτρα. Μάλιστα, τα προϊόντα της
αποτελούν τα επίσημα αναψυκτικά της Ελληνικής Προεδρίας.
Στο Πανεπιστήμιο Πάτρας συναντά κανείς σήμερα
σπουδαίες νησίδες ακαδημαϊκής αριστείας, με συνεχείς διακρίσεις φοιτητών και
εκπαιδευτικού προσωπικού, σε διεθνές επίπεδο, ενώ δειλά-δειλά εμφανίζονται και
οι πρώτες προσπάθειες σύνδεσής του με το οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της
ευρύτερης περιοχής.
Όλες οι παραπάνω επιλογές χτυπούν τις ουσιαστικές
αιτίες των καταστάσεων που κρατούν δέσμια τη χώρα και την Περιφέρεια. Έθεσαν
τις βάσεις για το ζητούμενο όλων μας, που είναι η πραγματική απελευθέρωση των
υγιών δυνάμεων της χώρας και ειδικά της Περιφέρειάς μας.
Γνώμονας μας, η πίστη στην ανάγκη να ανοίξουμε ένα
δρόμο για το μέλλον που θα είναι απαλλαγμένος από αντιλήψεις, νοοτροπίες και
συμπεριφορές, οι οποίες μας οδήγησαν στην κρίση, απαλλαγμένος από διαδρομές που
οδηγούσαν ζωτικούς πόρους στα χέρια παραστατικών κέντρων.
Αυτή η προσπάθεια αλλαγής δομών και πρακτικών, πρέπει
να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση. Είναι προϋπόθεση για την απρόσκοπτη πορεία
της χώρας. Και πολύ περισσότερο για μια δυναμική πορεία σε ένα όλο και πιο
σύνθετο περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από τον σκληρό ανταγωνισμό των κεφαλαίων
που δεν γνωρίζουν πια σύνορα. Σε αυτήν την προσπάθεια οφείλουμε να
συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας.
ΤΟ «ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ». Η λέξης που ο Ανδρέας εισήγαγε στην ελληνική
γλώσσα…και τι εννοούσε με αυτήν.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το βιβλίο (Εκδόσεις Ψυχογιός)
[Στις 2 Νοεμβρίου 1966, ο Ανδρέας έδωσε μια φημισμένη
διάλεξη στον Όμιλο Παπαναστασίου. Ο όμιλος φέρνει το όνομα του έλληνα
σοσιαλιστή και πρωθυπουργού του μεσοπολέμου. Είχε οργανωθεί το προηγούμενο έτος
από μια νέα γενιά επιστημόνων, όπως ο Κώστας Σημίτης, ο Σάκης Καράγεωργας, ο
Βασίλης Φίλιας, και ο Γεράσιμος Νοταράς, για να αρθρώσει τους προβληματισμούς
και να προωθήσει τις θέσεις για μια νέα, μη-κομμουνιστική Αριστερά.]
Στις σύγχρονες κοινωνίες, υποστήριξε ο Ανδρέας, η
πολιτική εξουσία ασκείται από ένα πλουραλιστικό σύμπλεγμα «ολιγοπωλίων
δυνάμεως»,
στα οποία
συμπεριλαμβάνονται «οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι σύνδεσμοι βιομηχάνων, τα
επιμελητήρια, οι διοικήσεις των εργατικών ενώσεων, των αγροτικών συνεταιρισμών
και των επαγγελματικών σωματείων, οι δημοσιοϋπαλληλικές και στρατιωτικές
κλίκες, οι πρεσβείες —ως εκφραστές των απόψεων άλλων χωρών με τις πολυποίκιλες
αποστολές και υπηρεσίες τους—, διεθνείς οργανισμοί και μεγάλες ξένες εταιρείες
και τράπεζες».
Οι δυνάμεις αυτές, που συχνά δρουν πίσω από κλειστές
πόρτες, επηρεάζουν αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις στην κυβέρνηση, στη Βουλή,
στα πολιτικά κόμματα και στη διοίκηση, μετατρέποντας το σύγχρονο κράτος σ’ έναν
«ενδιάμεσο που προσπαθεί να συμβιβάσει αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και να
επιτύχει μια βιώσιμη συνισταμένη».
Το κράτος, λοιπόν, ουσιαστικά λειτουργεί ως μεσάζοντας
μεταξύ των συμφερόντων που επιδρούν πάνω του από αυτές τις δυνάμεις.
Η διαδικασία αυτή, όμως, παράγει επίσης μια
αναγνωρίσιμη δομή. «Σε κάθε χώρα, εκτός αν βρίσκεται στο μέσον μιας βαθιάς
πολιτικής κρίσεως, υπάρχει μια λίγο ή πολύ βιώσιμη συμμαχία, μια ανεπίσημη
ανακωχή και συνεργασία ανάμεσα στους λιγοστούς αλλά ισχυρούς πυρήνες δυνάμεως, που
ονομάζεται κατεστημένο». Ωστόσο, αυτή η δομή έχει και τη δική της δυναμική.
Όταν τα πολιτικά πράγματα προχωρούν ομαλά, «το
κατεστημένο δεν αντιμετωπίζει συνήθως δυσχέρειες». Ωστόσο, «όταν υπάρχει μια
βαθιά πολιτική κρίση, το κατεστημένο βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσεως».
Και τέτοια ήταν η περίπτωση της Ελλάδας [μετά τα
Ιουλιανά], όπου το κατεστημένο αντιπροσώπευε μια «κοινοπραξία ανάμεσα στους
ανακτορικούς κύκλους, τον ξένο παράγοντα, τις στρατιωτικές κλίκες, το
ανακτορικό και ξενόδουλο κόμμα της Δεξιάς, τα οργανωμένα μονοπωλιακά συμφέροντα
των μεγάλων ξένων εταιρειών και ολίγων μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων — με
δικτύωση που απλώνεται στη δημόσια διοίκηση, στις τράπεζες, κι ακόμα στις
εργατικές οργανώσεις, σε κάθε φάση της δημοσίας ζωής της χώρας».
Προδημοσίευση της βιογραφίας του Ανδρέα Παπανδρέου
Η βιογραφία «Ανδρέας
Παπανδρέου-Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη» (εκδ. Ψυχογιός) αποκαλύπτει τα
καθοριστικά νεανικά χρόνια του ιδρυτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ., τη σχέση του με τον πατέρα
του, τον «Γέρο της Δημοκρατίας», Γεώργιο Παπανδρέου, τη γνωριμία του με τις
ριζοσπαστικές πολιτικές αντιλήψεις και τα πρώτα «πολιτικά» σκιρτήματα, την
μακρά περίοδο παραμονής στις ΗΠΑ και τα σχέδια της επιστροφής στην Ελλάδα. Η
αφήγηση του βιβλίου φτάνει μέχρι το 1967.
Η βιογραφία προλογίζεται από
τον Νίκο Παπανδρέου και αναμένεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων στις 24
Οκτωβρίου. To click@Life εξασφάλισε
ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου, για τα χρόνια της παραμονής
του Ανδρέα Παπανδρέου στις ΗΠΑ. Οι επαφές του με σημαίνοντες οικονομολόγους, η
ακαδημαϊκή καριέρα του, το πρώτο του διαζύγιο και η γνωριμία του με τη
Μαργαρίτα, ο αντίκτυπος των δραματικών γεγονότων στην Ελλάδα και τα όνειρα για
επιστροφή στην πατρίδα, αποτελούν μερικούς από τους σταθμούς της συγκεκριμένης
περιόδου.
Προδημοσίευση: Τα χρόνια στην
Αμερική
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν
είκοσι ενός ετών όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη, στις 28 Μαΐου του 1940, ακριβώς
πέντε μήνες προτού τα στρατεύματα του Μουσολίνι εισβάλλουν στην Ελλάδα απ’ την
Αλβανία. Από διεθνοπολιτική άποψη, η Αμερική του ’40 ήταν μια πολύ διαφορετική
χώρα από εκείνη που θ’ άφηνε πίσω του ο Παπανδρέου όταν θα επέστρεφε στην
Ελλάδα δύο δεκαετίες αργότερα.
Πριν απ’ την είσοδο των ΗΠΑ στον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότεροι Αμερικανοί αισθάνονταν τυχεροί για τη
γεωγραφική απομόνωση και την πολιτική αποστασιοποίηση της χώρας τους απ’ τον
ταραγμένο κόσμο, που βρισκόταν μακριά απ’ το δυτικό ημισφαίριο. Η άφιξη του
Παπανδρέου συνέπεσε με τη βαρυσήμαντη ιστορική αλλαγή που ανέδειξε την Αμερική
ως την ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεσή της με
τη Σοβιετική Ένωση. Από ελληνική σκοπιά, η παραμονή του Παπανδρέου στις ΗΠΑ
αποτέλεσε μια μεγάλη παρένθεση, ένα χάσμα στην άμεση επαφή του με την ελληνική
πραγματικότητα.
Όπως ισχυρίστηκαν επίμονα οι αντίπαλοί του
όταν εμφανίστηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή το 1964, ο Παπανδρέου ήταν απών
απ’ τα δραματικά και συχνά καταστροφικά γεγονότα που διαμόρφωσαν την ιστορία
της χώρας στα μέσα του 20ού αιώνα — την Κατοχή, την Αντίσταση και την
Απελευθέρωση, τον Εμφύλιο και την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε στο
πλαίσιο μιας συμβιβασμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Κατά ειρωνικό τρόπο, οι
ιστορικές συγκρούσεις που σημειώθηκαν ερήμην του Παπανδρέου ήταν εκείνες
ακριβώς που θα επιχειρούσε να επιλύσει ο νέος πολιτικός λόγος που ο ίδιος
διαμόρφωσε μετά το 1964. Εξίσου ειρωνικό ήταν το γεγονός ότι, προκειμένου να
εδραιώσει αυτό τον λόγο, ο Παπανδρέου θα αναγκαζόταν να πάρει θέση ενάντια στην
πολιτική της χώρας με την οποία είχε αναπτύξει έναν ισχυρό συναισθηματικό
δεσμό, τις ΗΠΑ.
Τα σχέδια ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του
στις ΗΠΑ ο Παπανδρέου είχαν δρομολογηθεί πριν φύγει απ’ την Ελλάδα. Ο πρόεδρος
του Κολλεγίου Αθηνών Όμηρος Ντέιβις είχε ήδη ενημερώσει τον πρώην κοσμήτορα και
καθηγητή Ιστορίας Χαρίλαο Λαγουδάκη για την επικείμενη άφιξή του. Ο Ανδρέας
ήταν ένας απ’ τους αγαπημένους μαθητές του Λαγουδάκη. Όταν το πλοίο του
Παπανδρέου έδεσε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, ο Χαρίλαος Λαγουδάκης ήταν ανάμεσα
σ’ εκείνους που πήγαν να τον υποδεχτούν. Φτάνοντας, λοιπόν, ο Παπανδρέου είχε
και τις συστατικές επιστολές που είχε πάρει απ’ τον Ντέιβις για το Χάρβαρντ και
για το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Η βοήθεια που πρόσφερε ο Λαγουδάκης στον
Παπανδρέου ήταν ανεκτίμητη, και το ίδιο θα συνέβαινε δύο δεκαετίες αργότερα,
στο ξεκίνημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας στην Ελλάδα, όταν ο Λαγουδάκης
υπηρετούσε πλέον ως ανώτερος αναλυτής των ελληνικών υποθέσεων στο Στέιτ
Ντιπάρτμεντ. Χάρη στον Λαγουδάκη ο Παπανδρέου κατάφερε, μέσα σε λίγους μόνο
μήνες αφότου έφτασε στις ΗΠΑ, να μπει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για
μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά, έναν επιστημονικό κλάδο με αυξανόμενη
σημασία στις ΗΠΑ, ειδικά μετά τη Μεγάλη Ύφεση, όταν η εθνική οικονομία βρέθηκε
στο επίκεντρο των κοινωνικών συγκρούσεων και των κυβερνητικών προγραμμάτων
αποκατάστασης.
Το Χάρβαρντ, το ανώτατο
εκπαιδευτικό ίδρυμα των ΗΠΑ με το υψηλότερο κύρος, ήταν πρωτοπόρο στο πεδίο των
οικονομικών. Κατά τους πρώτους μήνες της διαμονής του στη Νέα Υόρκη, ο
Παπανδρέου αισθανόταν απελπιστικά μόνος, αλλά βρήκε τη θεραπεία για τη μοναξιά
του στη ρομαντική σχέση που ανέπτυξε με μια νεαρή και γοητευτική
Ελληνοαμερικανίδα, τη Χριστίνα Ρασιά. Χρόνια αργότερα, στην αυτοβιογραφία της,
η πικρία που ένιωσε μετά το διαζύγιό τους το 1951, αποτυπώνεται με σαφήνεια.
Όμως θυμάται τον Ανδρέα –κι
ένα μεγάλο μέρος της σχέσης τους– με αρκετή τρυφερότητα: «Ήταν καταπληκτικός
χορευτής, πραγματικά θαυμάσιος και χορέψαμε, ήπιαμε και κουβεντιάσαμε μέχρι τις
δύο το πρωί… Ήταν και πολύ καλός στη συζήτηση. Αγαπούσε να μιλά για τον εαυτό
του, αλλά ήταν επίσης προσεκτικός ακροατής που παρακολουθούσε με συμπάθεια…
Υπήρξαν κάποιες φυσικές επαφές στοργής, πολύ ζεστές, πολύ τρυφερές, αλλά πάντα
αγνές». Η σχέση τους γινόταν ολοένα και
πιο έντονη. Μόλις μετά από λίγες εβδομάδες σχέσης ο Παπανδρέου της έκανε
πρόταση γάμου.
Τον Φεβρουάριο του 1941 το ζευγάρι παντρεύτηκε στη Νέα
Υόρκη. Η Ρασιά ακολούθησε τον Ανδρέα
στο Κέμπριτζ. Δυστυχώς η Ρασιά καταγόταν από οικογένεια μεταναστών με αυστηρές
αρχές, με συνέπεια να υποφέρει για χρόνια από κατάθλιψη και σεξουαλική
ψυχρότητα. Για κάποιο διάστημα το ζευγάρι πάλεψε με το πρόβλημα, το οποίο η
Χριστίνα μπόρεσε τελικά να ξεπεράσει μόνο μετά το διαζύγιό τους. Ο άτυχος γάμος κράτησε δέκα χρόνια και
δεν έκαναν παιδιά.
Ο Παπανδρέου υποστήριξε με επιτυχία τη διδακτορική
διατριβή του στις 5 Οκτωβρίου του 1943. Το θέμα της, «Το είδος και το εύρος της
επιχειρηματικής δραστηριότητας»,
αντικατόπτριζε μία απ’ τις σταθερές τόσο της σκέψης όσο και της πολιτικής του
στα μετέπειτα χρόνια — δηλαδή τις
προοπτικές για ανάληψη δημιουργικής δράσης μέσα σε μια κοινωνία όπου
κυριαρχούσαν οι μεγάλοι γραφειοκρατικοί οργανισμοί.
Λίγους μήνες αφότου πήρε το
διδακτορικό του, στις 11 Ιανουαρίου του 1944, κατετάγη στο Ναυτικό για διετή
θητεία. O Παπανδρέου έκανε το πρώτο μέρος της θητείας του στο
Ναυτικό σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Αρχικά υπηρέτησε ως νοσοκόμος, φροντίζοντας
τραυματισμένους στρατιώτες στο Ναυτικό Νοσοκομείο στην πόλη Mπεθέσντα στο Μέριλαντ. Του ανέθεσαν τα συγκεκριμένα
καθήκοντα όταν σε ερώτησή τους αν είχε κάνει μαθήματα βιολογίας απάντησε
θετικά, πως είχε παρακολουθήσει στο Κολλέγιο Αθηνών. Ωστόσο, το ενδιαφέρον του
γι’ αυτή την αποστολή μπορεί επίσης να αντικατόπτριζε τη στοργή που έδειχνε
στους φίλους του όταν ήταν άρρωστοι. Το μόνο αρνητικό για τον ίδιο ήταν ότι δεν
άντεχε να βλέπει αίμα. Έτσι, κάθε φορά που έπρεπε να κάνει μία ένεση σ’ έναν
στρατιώτη δυσκολευόταν αρκετά.
Ο Ανδρέας και η σύζυγός του
ζούσαν πλέον χωριστά, με τη Χριστίνα να μπαίνει στην ιατρική σχολή και να
ξεκινάει την επαγγελματική της σταδιοδρομία ως παιδοψυχίατρος. Ωστόσο,
εξακολουθούσε να υπάρχει ένας πολύ ισχυρός δεσμός ανάμεσά τους. Η απόσταση κατά
κάποιο τρόπο επέτρεψε στα συναισθήματα που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο να
έρθουν στην επιφάνεια. Η Χριστίνα αναφέρει ότι αλληλογραφούσαν καθημερινά. Τα
διαστήματα που περνούσαν μαζί έδειχναν ότι υπήρχε «μία σημαντική βελτίωση στη
σχέση μας… Όταν ήμασταν μαζί, βάζαμε και
οι δύο τα δυνατά μας, για να ευχαριστήσουμε
ο ένας τον άλλο». Σε γράμμα του σε έναν θείο της μετά την επίσκεψή της ο
Ανδρέας έγραψε: «Όταν η Χριστίνα ήταν
μαζί μου, ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνδρας του κόσμου, τώρα είμαι πάλι μόνος».
Οι βελτιωμένες σχέσεις τους
δε θα έσωζαν την επανασύνδεσή τους μετά το τέλος της θητείας του Παπανδρέου.
Στις αρχές του 1944, λίγους μήνες μετά την κατάταξη
του Παπανδρέου στο Πολεμικό Ναυτικό, ο πατέρας του διέφυγε απ’ την κατεχόμενη
Ελλάδα με προορισμό το Κάιρο, όπου είχε εγκαθιδρυθεί, με πρωτοβουλία των
Άγγλων, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση.
Με στόχο να κερδίσει την
εύνοια των Άγγλων, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε στείλει νωρίτερα ένα υπόμνημα
στον Τσώρτσιλ, όπου περιέγραφε τις απόψεις του για τον μεταπολεμικό κόσμο.
Δηλώνοντας ότι «η ταυτότης των συμφερόντων Ελλάδος και Αγγλίας, διά πρώτην
φοράν εις την ιστορία των, είναι απόλυτος», προφήτευε ότι «σήμερον όμως
σχηματίζεται μια νέα μορφή του παγκοσμίου ανταγωνισμού.
Δύο παγκόσμια μέτωπα
διαμορφούνται: Ο Κομμουνιστικός Πανσλαβισμός και ο Φιλελεύθερος Αγγλοσαξoνισμός». Τόνιζε επίσης ότι «ενώ το περιεχόμενον της
αντιθέσεως των κοινωνικών των καθεστώτων οσημέραι θα ελαττούται, επειδή
αμφότεραι αι παρατάξεις θα συγκλίνουν προς τον Σοσιαλισμόν, θα παραμένη ως
κύριον και, βαθμιαίως, ως αποκλειστικόν περιεχόμενον της αντιθέσεως το μέγα
θέμα της Ελευθερίας: ατομικής, πολιτικής, εθνικής».
Στις 26
Απριλίου του 1944, λίγο μετά την άφιξή του στο Κάιρο, οι Άγγλοι διόρισαν τον
Γεώργιο Παπανδρέου πρωθυπουργό της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Θα περνούσε ακόμη ένας χρόνος μέχρι την παράδοση του
Χίτλερ.
Ωστόσο, η πορεία του πολέμου
είχε ήδη αναστραφεί, πυροδοτώντας τις προετοιμασίες για την απελευθέρωση της
Ελλάδας. Το ΕΑΜ, η μεγαλύτερη
αντιστασιακή οργάνωση, πραγματοποίησε εκλογές τόσο στις απελευθερωμένες όσο και
στις κατεχόμενες περιοχές της χώρας, δημιουργώντας την προσωρινή Κυβέρνηση του
Βουνού.
Εντούτοις, η
Ελλάδα παρέμεινε εντός του πεδίου των βρετανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Το ΕΑΜ έστειλε μία αντιπροσωπεία στο Κάιρο, όπου οι
διαπραγματεύσεις με την εξόριστη κυβέρνηση κατέληξαν στην πρόταση για σύσταση
μιας κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως, στην οποία το ΕΑΜ θ’ αναλάμβανε έξι υπουργεία.
Ύστερα από μήνες εσωτερικών αντιπαραθέσεων, το
ΕΑΜ αποδέχθηκε τελικά την προσφορά, προφανώς κατ’ εντολήν του Στάλιν. Η
Κυβέρνηση του Βουνού διαλύθηκε.
Τον Οκτώβριο ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και η
κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ο Άγγλος στρατηγός Σκόμπυ ήταν επικεφαλής των
ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, οι αξιωματικοί των οποίων, μετά την καταστολή
ενός εαμικού κινήματος στη Μέση Ανατολή, ήταν φανατικοί βασιλόφρονες. Καθώς η
νίκη των συμμάχων άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα, η επικοινωνία μεταξύ των
Παπανδρέου αποκαταστάθηκε. Μαθαίνοντας
την είδηση για τον διορισμό του πατέρα του, ο Ανδρέας του έγραψε για να
εκφράσει τη «μεγάλη ικανοποίησή» του για το γεγονός ότι η Ελλάδα «έχει για
οδηγό το μόνο άνθρωπο, ικανό να την οδηγήσει έξω από το αδιέξοδο των μοντέρνων
πολιτικών προβλημάτων».
Πέρα απ’ το ό,τι υποδήλωνε το «αδιέξοδο των
μοντέρνων πολιτικών προβλημάτων», είναι πολύ πιθανό ν’ αντανακλούσε και την
αμηχανία του Ανδρέα για την κατάσταση στην Ελλάδα.
Το αριστερό λαϊκό κίνημα που
είχε διογκωθεί στη διάρκεια της Κατοχής είχε αναδιαμορφώσει ριζικά το πολιτικό
τοπίο της Ελλάδας, καθιστώντας το αγνώριστο σε κάποιον που είχε εγκαταλείψει τη
χώρα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά.
Τρεις μήνες πριν απ’ την απελευθέρωση της Ελλάδας
δόθηκε στον νεαρό Παπανδρέου μια προνομιακή ευκαιρία να επανασυνδεθεί όχι τόσο
με τη νέα πραγματικότητα στην Ελλάδα, όσο με τους εξόριστους Έλληνες πολιτικούς
ηγέτες, οι οποίοι είχαν εξουσιοδοτηθεί απ’ τους Συμμάχους να εκπροσωπήσουν τα
συμφέροντα της χώρας.
Τον Ιούλιο του
1944, έπειτα από μεσολάβηση του πατέρα του, πήρε μια ολιγοήμερη άδεια απ’ το
Πολεμικό Ναυτικό για να προσφέρει ως εμπειρογνώμονας τις υπηρεσίες του στην
ελληνική αντιπροσωπεία που συμμετείχε στη Νομισματική και Χρηματοπιστωτική
Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Μπρέτον Γουντς.
Η ελληνική αποστολή που εστάλη απ’ την εξόριστη στο
Κάιρο ελληνική κυβέρνηση είχε επικεφαλής τον Κυριάκο Βαρβαρέσο. Ο ρόλος του
Ανδρέα ορίστηκε από τον εξόριστο πρωθυπουργό και πατέρα του.
Η Χριστίνα πήγε μαζί του στη σύνοδο. Εκεί ο Ανδρέας γνώρισε τον διάσημο Βρετανό
οικονομολόγο Τζων Μέυναρντ Κέυνς, οι ιδέες του οποίου αποτέλεσαν τη βάση για
την ίδρυση της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, των
δύο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που θα χρησιμεύσουν σαν εργαλεία, υπό την
αιγίδα των ΗΠΑ, για τη μεταπολεμική οικονομική ανάκαμψη στη Δυτική Ευρώπη.
Προς απογοήτευση του Κέυνς, οι Αμερικανοί θα
καταφέρουν να παραγκωνίσουν τις πάλαι ποτέ Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης στη
διαχείριση του νέου παγκόσμιου οικονομικού συστήματος που ο ίδιος υποστήριζε.
Φαίνεται πως ο Γεώργιος
Παπανδρέου είδε τη συμμετοχή του γιου του στη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς σαν
μια ευκαιρία για την επιστροφή του Ανδρέα στην Ελλάδα, ένα θέμα που θα
κυριαρχήσει στις σχέσεις τους τα μετέπειτα χρόνια. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ανδρέας
αντιστάθηκε στα ανοίγματά του.
Εκμεταλλευόμενος το καθεστώς που ίσχυε για τους
αλλοδαπούς που είχαν υπηρετήσει στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, τον
Νοέμβριο του 1944 απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα, επιβεβαιώνοντας την
απόφασή του να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή στις ΗΠΑ.
Εν τω μεταξύ, τα γεγονότα στην Ελλάδα πήραν
δραματική τροπή. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου αποδείχθηκε ανίσχυρη να
αντιμετωπίσει τις ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις που είχαν αναδυθεί στη
διάρκεια της Κατοχής. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1944, οι υπουργοί του ΕΑΜ
παραιτήθηκαν απ’ την κυβέρνηση.
Λίγες μέρες αργότερα η
κυβέρνηση διέλυσε βίαια ένα συλλαλητήριο του ΕΑΜ στην Πλατεία Συντάγματος.
Αιματηρές οδομαχίες ξέσπασαν σε ολόκληρη την πόλη. Με την κυβέρνηση να
παραπαίει, ο Γεώργιος Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του.
Τα γεγονότα στην Ελλάδα ώθησαν τον Ανδρέα να στείλει
ένα γράμμα συμπαράστασης στον πατέρα του: «Χωρίς καμιά αμφιβολία πέρασες
και περνάς ακόμη τις πιο δύσκολες μέρες της πολιτικής σου σταδιοδρομίας»,
έγραφε. Στη συνέχεια διαπίστωνε, «Μέσα στην απελπιστικά συγκεχυμένη εικόνα των
ελληνικών πραγμάτων, μονάχα μια σταθερή και άκαμπτη γραμμή ηγεσίας υπάρχει — η
δικιά σου».
Η δήλωση αυτή
φαίνεται να έγινε περισσότερο απ’ την επιθυμία του να αναπτερώσει το ηθικό του
πατέρα του, παρά επειδή είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Η ψυχολογική αλλά και η
φυσική απόσταση απ’ τα γεγονότα αντανακλάται στην εξομολόγησή του για τη μη
συχνή αλληλογραφία του, για την οποία προσπάθησε να επανορθώσει βεβαιώνοντας
τον πατέρα του πως «είμαι πάντα δίπλα σου, πάντα κοντά σου».
Εν τω μεταξύ, ο Τσώρτσιλ
έδωσε εντολή στον Σκόμπυ να θεωρήσει την Αθήνα ως «πόλη υπό κατάληψη». Στο
διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1945, οι ελληνικές
στρατιωτικές δυνάμεις υπό τη διοίκηση του Σκόμπυ, μαζί με 75.000 Βρετανούς
στρατιώτες που είχαν την υποστήριξη της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας,
κατάφεραν να εξουδετερώσουν τον ΕΛΑΣ.
Τον Φεβρουάριο
ο ΕΛΑΣ αφοπλίστηκε στο πλαίσιο της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Σε προσωπικό επίπεδο ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν
επηρεάστηκε απ’ το ασταθές ξεκίνημα των μεταπολεμικών διευθετήσεων στην Ευρώπη,
αλλά απ’ τη συνέχιση του πολέμου στον Ειρηνικό. Στις αρχές του 1945, η
νοσοκομειακή μονάδα όπου υπηρετούσε έλαβε εντολή να μετακινηθεί στην Καλιφόρνια
με τελικό προορισμό την Οκινάουα, όπου, αρχής γενομένης τον Μάρτιο του 1945, θα
διεξάγονταν οι κορυφαίες μάχες του πολέμου με την Ιαπωνία.
Τελικά ο Ανδρέας γλίτωσε απ’ το αιματηρό μέτωπο του
Ειρηνικού, καθώς το διδακτορικό του στα Οικονομικά τον οδήγησε σ’ ένα μεγάλο
ναυπηγείο του Πολεμικού Ναυτικού, κοντά στο Σαν Φρανσίσκο, όπου οι μαθηματικές
του δεξιότητες αξιοποιήθηκαν στην ανάπτυξη τύπων για τη βελτιστοποίηση των εργασιών
επισκευής του στόλου.
Η παρουσία του στη Δυτική Ακτή τον έφερε και
πάλι σ’ επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Το Σαν Φρανσίσκο ήταν η πόλη όπου, στις 15 Απριλίου του 1945, περίπου
πενήντα χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, υπέγραψαν τον Χάρτη των Ηνωμένων
Εθνών. Ως μεταφραστής για την ελληνική αντιπροσωπεία, ο Παπανδρέου ήταν γι’
άλλη μια φορά παρών σε μια κρίσιμη στιγμή για τη δημιουργία του μεταπολεμικού
κόσμου.
Εν τω μεταξύ, η κατάσταση
στην Ελλάδα παρέμενε ρευστή. Η στρατιωτική ήττα του ΕΑΜ είχε αποδυναμώσει την
πολιτική επιρροή του στη χώρα. Πλήρως
αποδυναμωμένος, ο Γεώργιος Παπανδρέου
βρέθηκε στο περιθώριο των εξελίξεων.
Ενόψει των εκλογών που είχαν συμφωνηθεί στη Βάρκιζα,
ίδρυσε το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Στην Ευρώπη, ένα μήνα μετά την υπογραφή της χάρτας των Ηνωμένων
Εθνών οι Γερμανοί συνθηκολόγησαν.
Στις 6
Αυγούστου του 1945, οι ΗΠΑ έριξαν την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. Η Χριστίνα θα περιέγραφε αργότερα το αίσθημα
απογοήτευσης που ένιωσε ο Ανδρέας μαθαίνοντας την ύπαρξη του ολέθριου νέου
όπλου.
Ο πόλεμος στον Ειρηνικό έληξε τον επόμενο
μήνα, με την παράδοση των Ιαπώνων.
Ο Παπανδρέου περίμενε με ανυπομονησία να λήξει η
θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό για να επιστρέψει στο Χάρβαρντ.
Λίγο μετά την απόλυσή του,
τον Απρίλιο του 1946, βρέθηκε ξανά στο Κέμπριτζ και άρχισε να παραδίδει
μαθήματα στα θερινά τμήματα διδασκαλίας του Χάρβαρντ. Εν τω μεταξύ, οι πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα είχαν επιδεινωθεί. «Ο
πατέρας είναι πολύ ανήσυχος για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα», έγραψε ο
Ανδρέας στον θείο της Χριστίνας. «Την παρομοιάζει
με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί», πρόσθεσε εκφράζοντας την ελπίδα ότι «τα
πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται». Τα πράγματα, όμως, ήταν όντως
άσχημα. Οι εκλογές της 31ης Μαρτίου του
1946 διεξήχθησαν μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες για την Αριστερά.
Αντιδρώντας στην εντεινόμενη Λευκή Τρομοκρατία, το ΕΑΜ είχε καλέσει τους
οπαδούς του να απόσχουν.
Συνέπεια της τακτικής αυτής
ήταν να κερδίσει τις εκλογές η Δεξιά, γεγονός που στέρησε απ’ την Αριστερά τα
αναγκαία πολιτικά μέσα για να προστατευθεί απ’ όσους επεδίωκαν την καταστολή
της.
Το πολιτικό κλίμα πολώθηκε και πολλοί πρώην
αντιστασιακοί κατέφυγαν στα βουνά. Οι συνθήκες για το ξέσπασμα ενός εμφυλίου
πολέμου ωρίμασαν με ραγδαίο ρυθμό.
Απομονωμένος απ’ την ελληνική πραγματικότητα, ο
Παπανδρέου πέρασε το ακαδημαϊκό έτος 1946-47 στο Χάρβαρντ ως συντονιστής για
τις εισαγωγικές συνεδρίες συζητήσεων στα Οικονομικά. Στη διάρκεια της χρονιάς,
ενίσχυσε τις υπάρχουσες επαφές του στο πανεπιστήμιο κι έκανε νέες, σημαντικές
γνωριμίες.
Οι σχέσεις του με τον Καρλ
Κέιζεν και τον Τζων Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, αν και όχι ιδιαίτερα στενές στην αρχή, με
την πάροδο των χρόνων θ’ αποκτούσαν ολοένα μεγαλύτερη σημασία. Ο Κέιζεν ήταν
ένας απ’ τους επικεφαλής του τμήματος συνεδριών, και ο Ανδρέας έπαιζε τον ρόλο
του «επιλοχία» του. Είχε πάει στο Χάρβαρντ για μεταπτυχιακές σπουδές στα
Οικονομικά, μετά την απόλυσή του απ’ τον στρατό, όπου είχε υπηρετήσει στο
Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS), όπως και ο
Γκάλμπρεϊθ, ο οποίος ήταν ήδη διάσημος οικονομολόγος όταν αποχώρησε απ’ το
Χάρβαρντ το 1939, για να εργαστεί ως αρθρογράφος στο εγνωσμένου κύρους
περιοδικό Fortune.
Παρότι δε δίδασκε πλέον στο Χάρβαρντ
όταν ο Παπανδρέου ξεκίνησε τις σπουδές του εκεί, το πιθανότερο είναι ότι
γνωρίστηκαν στα σεμινάρια που διοργάνωσε στο πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια του
πολέμου. Ο Γκάλμπρεϊθ εντυπωσιάστηκε απ’ τον νεαρό Παπανδρέου, τον οποίο και
στήριξε εμπράκτως κατά τη διάρκεια της στενής και μακρόχρονης φιλίας τους.
Το φθινόπωρο του 1947 ο Παπανδρέου έφυγε απ’
το Κέμπριτζ για να διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότας. Έχοντας τις ισχυρές συστάσεις του Γκάλμπρεϊθ, ο Παπανδρέου προσελήφθη
ως αναπληρωτής καθηγητής, μια βαθμίδα πάνω απ’ ό,τι ίσχυε συνήθως για τους νεοπροσληφθέντες.
Τα επόμενα εννέα χρόνια, μέχρι το 1956, το
Πανεπιστήμιο της Μινεσότας θα ήταν η έδρα του, ενώ το μεγαλύτερο διάστημα θα μοιραζόταν
το ίδιο γραφείο με τον Γουόλτερ Χέλερ, ο οποίος επί προεδρίας Κένεντυ θ’
αναλάμβανε επικεφαλής του ισχυρού Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου του
Παπανδρέου στο Χάρβαρντ, η Ελλάδα είχε γίνει πλέον το κομβικό σημείο για τη
δυναμική είσοδο της Αμερικής στην παγκόσμια σκηνή ως ηγέτιδας του Ελεύθερου
Κόσμου.
Μετά την ανακοίνωση του Βρετανού υπουργού
Εξωτερικών Έρνεστ Μπέβιν ότι τα βρετανικά στρατεύματα θ’ αποσύρονταν απ’ την
Ελλάδα, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν δήλωσε ενώπιον του Κογκρέσου, στις 12 Μαρτίου
του 1947, ότι η Ουάσινγκτον θα έστελνε σημαντική στρατιωτική και οικονομική
βοήθεια στην Αθήνα προκειμένου να εξουδετερώσει τους ένοπλους κομμουνιστές που
είχαν συγκεντρωθεί στα βουνά.
Αυτή η θεαματική κίνηση, η οποία στόχευε στην
«ανάσχεση» της σοβιετικής επέκτασης στην Ευρώπη, αποτέλεσε καθοριστική στιγμή
στην εκκολαπτόμενη αντιπαλότητα της Αμερικής με τη Σοβιετική Ένωση.
Για τις ΗΠΑ, η Ελλάδα
αποτελούσε πλέον το πρώτο πεδίο μάχης του Ψυχρού Πολέμου, γεγονός που οδήγησε
στην ανάπτυξη ενός νέου και πανίσχυρου μηχανισμού προώθησης της αμερικανικής
εξωτερικής πολιτικής, στον οποίο εντάχθηκε και η νεοσύστατη Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA).
Για την Ελλάδα,
η επέμβαση των ΗΠΑ στον Εμφύλιο Πόλεμο θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας στενής
και περίπλοκης σχέσης εξάρτησης με τη νέα υπερδύναμη.
Η αντίδραση του Παπανδρέου στο
Δόγμα Τρούμαν, όταν αυτό ανακοινώθηκε, δεν έχει καταγραφεί πουθενά. Ωστόσο, οι
συνέπειές του έγιναν εμφανείς για τον ίδιο μ’ έναν βαθιά προσωπικό τρόπο, όταν,
το φθινόπωρο του 1948, πληροφορήθηκε την τύχη του παλιού συντρόφου του Χρήστου
Καράμπελα, ο οποίος συμμετείχε στην αντιμεταξική φοιτητική ομάδα που είχε
δημιουργήσει ο Ανδρέας πριν από τον πόλεμο.
Ο Καράμπελας είχε αναπτύξει
αντιστασιακή δράση κατά τη διάρκεια της Κατοχής και στη συνέχεια κατετάγη στο
ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Τον Ιανουάριο του 1948 συνελήφθη με την κατηγορία
της συμμετοχής σε μια ανταρσία αριστερών στο Ναυτικό. Μαζί με περίπου εκατόν
είκοσι άλλους κατηγορούμενους δικάστηκε από το περιβόητο Έκτακτο Στρατοδικείο
που λειτούργησε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.
Στις 26 Ιουνίου, ο Καράμπελας και άλλοι δεκαεννιά
συγκατηγορούμενοί του κρίθηκαν ένοχοι και οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το φθινόπωρο του 1948 ο Παπανδρέου έλαβε από τον
Τάκη Κύρκο, μέλος της ομάδας του, ένα αντίγραφο της επιστολής που είχε στείλει
ο Καράμπελας στους φίλους του λίγο πριν απ’ την εκτέλεσή του.
Η θλίψη του Παπανδρέου μετατράπηκε σε σοκ όταν
πληροφορήθηκε τις συνθήκες θανάτου του συντρόφου του. Ο Καράμπελας είχε την ευκαιρία να γλιτώσει το
εκτελεστικό απόσπασμα αν υπέγραφε μια δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού.
Αρνήθηκε όμως να το πράξει, παρότι δεν ήταν κομμουνιστής. Η ανυποχώρητη στάση του συγκλόνισε τον Παπανδρέου, προκαλώντας του
κατάπληξη και δέος.
Το τραγικό τέλος του Καράμπελα τον έκανε να
συνειδητοποιήσει τα διλήμματα αλλά και τις αδικίες που συνόδευαν την
αμερικανική εκστρατεία για τη διάσωση της Ελλάδας απ’ τον κομμουνισμό. Το 1948 ήταν, επίσης, έτος προεδρικών εκλογών στις
ΗΠΑ.
Τον Νοέμβριο, λίγο πριν μπει στα τριάντα, ο Παπανδρέου
ψήφισε για πρώτη φορά αφότου απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα.
Η ψήφος του, υπέρ του αριστερού υποψηφίου Χένρι
Γουάλας, ήταν μια ακόμη ένδειξη της στάσης του απέναντι στον Ψυχρό Πόλεμο.
Εξέχων μέλος της κυβέρνησης Ρούζβελτ και
αμετανόητος οπαδός του «New Deal», ο Γουάλας ήρθε σε ρήξη με τον Τρούμαν και τους
Δημοκρατικούς, ιδρύοντας στη συνέχεια το βραχύβιο Προοδευτικό Κόμμα (Progressive
Party). Αξίζει να σημειωθεί ότι η βασική αιτία της ρήξης
ήταν το γεγονός ότι ο Τρούμαν είχε υποχρεώσει τον Γουάλας να παραιτηθεί από
υπουργός Εμπορίου το 1945, λόγω των διαφωνιών του για τη σκληρή στάση της
Ουάσινγκτον απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.
Βέβαια, οι διαφορές που
χώριζαν τους Δημοκρατικούς του Τρούμαν απ’ τους Προοδευτικούς του Γουάλας δεν
αφορούσαν μόνο στην εξωτερική πολιτική, αλλά και στα εσωτερικά ζητήματα. Για παράδειγμα, ο Γουάλας υποστήριζε,
όπως και οι Βρετανοί Εργατικοί, την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος υγείας.
Ωστόσο, η έντονη κριτική του Γουάλας στο Δόγμα Τρούμαν ήταν επίσης ένα κρίσιμο
ζήτημα, αφού χάραζε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους φιλελεύθερους που
τάσσονταν υπέρ της ψυχροπολεμικής, αντικομμουνιστικής εκστρατείας του Τρούμαν
και σ’ εκείνους που θεωρούσαν ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να προχωρήσουν σε μία
αμοιβαία αποδεκτή μεταπολεμική διευθέτηση με τη σταλινική Σοβιετική Ένωση, με
την οποία είχαν συμμαχήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Παρά τις υβριστικές επιθέσεις
που δεχόταν απ’ τους φιλελεύθερους, οι οποίοι τον κατηγορούσαν ότι είχε θέσει
την προεκλογική του εκστρατεία υπό τον πλήρη έλεγχο του Αμερικανικού
Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Γουάλας αρνήθηκε ν’ αποκηρύξει τη στήριξη των
κομμουνιστών.
Απ’ την πλευρά τους, οι
αντικομμουνιστές φιλελεύθεροι του Δημοκρατικού Κόμματος βρήκαν τον εκφραστή
τους στο πρόσωπο του Άρθουρ Σλέσινγκερ του νεότερου, καθηγητή Ιστορίας στο
Χάρβαρντ. Σε μια προσπάθεια να δώσει
οργανωμένη έκφραση στον συνδυασμό της προοδευτικής εσωτερικής πολιτικής με τη
στρατευμένη εναντίωση στον σοβιετικό κομμουνισμό, ο Σλέσινγκερ ίδρυσε το 1947
μαζί με την Έληνορ Ρούζβελτ και τον Χάμπερτ Χάμφρυ την οργάνωση «Αμερικανοί για
Δημοκρατική Δράση» (ADA).
Σ’ ένα άρθρο-ορόσημο που
δημοσίευσε τον Απρίλιο του 1948, ο Σλέσινγκερ παρουσίασε τον φιλελευθερισμό σαν
μια «μαχόμενη πίστη», που αντιτίθεται εξίσου στον φασισμό και τον σταλινισμό.
Αποκάλεσε, δε, αυτό τον αντικομμουνιστικό φιλελευθερισμό «Ζωτικό Κέντρο» ή «μη
κομμουνιστική Αριστερά». Στην Ευρώπη εκφραζόταν απ’ τα σοσιαλιστικά κόμματα, τα
οποία ο Σλέσινγκερ χαρακτήριζε ως το ισχυρότερο ανάχωμα στην εξάπλωση του
κομμουνισμού, μετά την κήρυξη του Ψυχρού Πολέμου έναντι στη Σοβιετική Ένωση.
Στις ΗΠΑ, το Ζωτικό Κέντρο εκφραζόταν κυρίως απ’ τους φιλελεύθερους
Δημοκρατικούς, αλλά και απ’ τους κοινωνικά προοδευτικούς και διεθνιστές
Ρεπουμπλικανούς.
Οι απόψεις του Σλέσινγκερ αποτέλεσαν τη
θεωρητική βάση για τη δικομματική συναίνεση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, η
οποία θα καθόριζε τις παραμέτρους της αντιπαράθεσης για την ψυχροπολεμική
πολιτική των ΗΠΑ τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Επιπλέον, ο ψυχροπολεμικός φιλελευθερισμός του
Δημοκρατικού Κόμματος θα διαδραμάτιζε έναν σύνθετο ρόλο στην πολιτική δράση που
θ’ ανέπτυσσε ο Ανδρέας στην Ελλάδα στη δεκαετία του ’60. Η μετακόμιση του
Παπανδρέου στη Μινεάπολη της Μινεσότας το 1947 επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τη
συζυγική του σχέση.
Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, λίγο πριν φύγει ο
Παπανδρέου για τη Μινεάπολη, η μητέρα του Σοφία ήρθε απ’ την Ελλάδα για να
ζήσει με το ζευγάρι.
Ο Ανδρέας και η μητέρα του εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μικρό
διαμέρισμα στη Μινεάπολη. Η Χριστίνα
έμεινε στη Βοστόνη για να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ιατρική, με την
προοπτική να μετακομίσει αργότερα στη Μινεάπολη. Εν τω μεταξύ, κάτι άλλαξε στην προσωπική ζωή του Παπανδρέου.
Τον Φεβρουάριο του 1948, ενώ περίμενε στην αίθουσα
αναμονής ενός Ελληνοκύπριου οδοντιάτρου στη Μινεάπολη, γνώρισε τη Μάργκαρετ
Τσαντ. Η εικοσιτετράχρονη Τσαντ, απ’ το Έλμχερστ του Ιλινόις, είχε επίσης
ραντεβού με τον οδοντίατρο, όχι όμως για τα δόντια της.
Η Μαργαρίτα Τσαντ είχε ιδρύσει μια εταιρεία
δημοσίων σχέσεων και βοηθούσε τον οδοντίατρο να γράψει ένα βιβλίο για τη
λαχτάρα του να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Κύπρο.
Περιμένοντας στον προθάλαμο του ιατρείου, ο Παπανδρέου
και η Τσαντ έπιασαν κουβέντα. Ο Ανδρέας εξέφρασε τα δικά του συναισθήματα για
τη φυγή του απ’ την Ελλάδα. Είπε στη Μαργαρίτα ότι «ένιωθε νοσταλγία για την
Ελλάδα», αλλά, σε αντίθεση με τον Ελληνοκύπριο πελάτη της, «δεν είχε καμία
επιθυμία να επιστρέψει».
Η χημεία μεταξύ τους ήταν έντονη. Ερωτεύτηκαν
με πάθος. Μετά από λίγους μήνες ο Ανδρέας ζήτησε διαζύγιο απ’ τη Χριστίνα, που
βρισκόταν ακόμα στη Βοστόνη. Εκείνη αρνήθηκε και συντετριμμένη ζήτησε
ψυχιατρική βοήθεια. Ο Ανδρέας,
ακολουθώντας τις συμβουλές του γιατρού και μη μπορώντας να ξεφύγει απ’ τον
δυστυχισμένο γάμο του, υπαναχώρησε.
Αυτό οδήγησε στην αποχώρηση της Μαργαρίτας. Το καλοκαίρι του 1948 διέκοψαν τη
σχέση τους.
Ολοκληρώνοντας τις ιατρικές
σπουδές της, η Χριστίνα πήγε να ζήσει στη Μινεάπολη με τον Ανδρέα και τη μητέρα
του. Όμως η παρουσία της Σοφίας υπενθύμιζε στη Χριστίνα ότι δεν μπορούσε να
τεκνοποιήσει, γεγονός που δημιουργούσε μεγαλύτερη πίεση σ’ έναν ήδη προβληματικό
γάμο. Ωστόσο, το ζευγάρι θα έμενε μαζί ακόμη τρία χρόνια.
Το καλοκαίρι
του 1950 ο Παπανδρέου συναντήθηκε με τον πατέρα του για πρώτη φορά μετά την
εγκατάστασή του στις ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα, οι τελευταίες
μάχες του Εμφυλίου Πολέμου είχαν διεξαχθεί τον Σεπτέμβριο του 1949. Τον επόμενο
Μάρτιο, μετά την άρση του στρατιωτικού νόμου, έγιναν οι πρώτες εκλογές μετά τον
Εμφύλιο. Τον Απρίλιο ο Γεώργιος
Παπανδρέου ορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξεως στη βραχύβια
κεντρώα κυβέρνηση Πλαστήρα, η οποία τον έστειλε σε επίσημη επίσκεψη στην
Ουάσινγκτον τον Αύγουστο.
Ο Ανδρέας και η Χριστίνα ταξίδεψαν απ’ τη Μινεσότα για
να τον συναντήσουν. Η Χριστίνα θυμάται, όμως, και την αγωνία του Γεωργίου
Παπανδρέου για το μέλλον του γιου του:
«Αγωνιζόταν να πείσει τον Ανδρέα να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να καταλάβει τη
θέση που του αξίζει. “Όλη η Ελλάδα σε
περιμένει, γιε μου”, έλεγε. “Και τι μπορεί να κάνει ο Ανδρέας στις Ηνωμένες
Πολιτείες”, ρωτούσε δραματικά. “Ένας καθηγητής πανεπιστημίου. Και τι είναι ένας
καθηγητής πανεπιστημίου; Ένα τίποτα!”».
Η Ρασιά δεν αναφέρει τις
αντιδράσεις του Ανδρέα στις πιέσεις του πατέρα του. Οι πιέσεις αυτές βέβαια δεν
έφεραν αποτέλεσμα. Εν τω μεταξύ, ο Γεώργιος Παπανδρέου έδωσε τα δικά του
διαπιστευτήρια στην αμερικανική πολιτική ελίτ ως φιλελεύθερος αντικομμουνιστής,
μ’ ένα άρθρο που δημοσίευσε στο μεγάλης επιρροής περιοδικό Foreign Affairs. Εξυμνώντας το Δόγμα Τρούμαν και το
Σχέδιο Μάρσαλ, ο Γεώργιος Παπανδρέου απηύθυνε έκκληση να ενισχυθούν οι
«ιδεολογικοί δεσμοί» μεταξύ των ελεύθερων εθνών της Ευρώπης και της Αμερικής,
ως αντίβαρο στην «ιδεολογική πέμπτη φάλαγγα» που εκπροσωπούσαν τα κομμουνιστικά
κόμματα στη Δυτική Ευρώπη.
14 Χαρακτηρίζοντας το άρθρο
«μια λαμπρή συνεισφορά», ο εκδότης του περιοδικού διαβεβαίωσε τον Γεώργιο
Παπανδρέου γράφοντάς του πως «η ανάλυση και οι προτάσεις σας θα τύχουν μεγάλης
αναγνωσιμότητας και πιστεύω πως ίσως επηρεάσουν τα υψηλά κλιμάκια».
15 Μετά τον χωρισμό τους το καλοκαίρι του 1948, ο
Ανδρέας και η Μαργαρίτα Τσαντ είχαν σποραδικές μόνο επαφές.
Φεύγοντας απ’ τη Μινεσότα, η Μαργαρίτα είχε αρχίσει να
εργάζεται στην αμερικανική Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας. Όταν διάβασε τυχαία σε μια
εφημερίδα για την επίσκεψη του Γεωργίου Παπανδρέου στην Ουάσινγκτον, έστειλε το
δημοσίευμα στον Ανδρέα.
Εν τω μεταξύ, ο
Ανδρέας ετοιμαζόταν να εργαστεί το ακαδημαϊκό έτος 1950-1951 ως επισκέπτης
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν, στο Ίβανστον του Ιλινόις. Η Χριστίνα αποφάσισε να παραμείνει στο Κέμπριτζ και
να ξεκινήσει την καριέρα της στην παιδοψυχιατρική.
Απ’ το Νορθγουέστερν,
ο Ανδρέας άρχισε να στέλνει έναν χείμαρρο επιστολών στη Μαργαρίτα. Ενδιάμεσα έστειλε ένα γράμμα στη Χριστίνα, θέτοντας
και πάλι το θέμα του διαζυγίου. «Δεν
μπορώ να ζω άλλο στο ψέμα», της έγραψε. Η Χριστίνα λύγισε τελικά και του
απάντησε «να προχωρήσει και να κάνει ό,τι θέλει».
Έκπληκτη ανακάλυψε ότι η Μαργαρίτα, την οποία είχε
καταφέρει ν’ απομακρύνει δύο χρόνια νωρίτερα, ήταν η γυναίκα για χάρη της
οποίας την εγκατέλειψε ο Ανδρέας. Εκείνο το καλοκαίρι ο Ανδρέας και η
Μαργαρίτα έκαναν διακοπές διάρκειας έξι εβδομάδων στη λίμνη Πίραμιντ στη
Νεβάδα, περιμένοντας να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για την έκδοση του
διαζυγίου. Γοητευμένος απ’ την ατμόσφαιρα της αμερικανικής Δύσης, ο Ανδρέας
φορούσε «ένα μεγάλο καουμπόικο καπέλο και μια φαρδιά καουμπόικη ζώνη — το μόνο
που του έλειπε ήταν το όπλο που θα έπρεπε να κρέμεται κάπου στο πλάι».
Στις 30
Αυγούστου παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Ρίνο. Στη συνέχεια το ζευγάρι επέστρεψε στη Μινεσότα για την έναρξη του
ακαδημαϊκού έτους. Οι νεόνυμφοι δημιούργησαν γρήγορα οικογένεια, ξεκινώντας τον
Ιούνιο του 1952 με τη γέννηση του Γιώργου, ο οποίος, σύμφωνα με την ελληνική
παράδοση, πήρε τ’ όνομα του πατέρα του Ανδρέα.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης εγκυμοσύνης της
Μαργαρίτας, η μητέρα του Ανδρέα, η οποία είχε φύγει για την Ελλάδα όταν ο
Ανδρέας δίδασκε στο Νορθγουέστερν, επέστρεψε για να γίνει μόνιμο μέλος της
οικογένειας. Παρότι αισθανόταν
ευγνωμοσύνη για τη βοήθεια της Σοφίας, η σχέση της Μαργαρίτας με την Ελληνίδα
πεθερά της δεν ήταν εντελώς ανέφελη.
Η επιμονή της Σοφίας να επιβάλει τη θέλησή της στη
Μαργαρίτα, ως μεγαλύτερη στην ηλικία από εκείνη, ερχόταν σε σύγκρουση με τον
μοντέρνο και ανεξάρτητο τρόπο σκέψης της νύφης της.
Όταν
διαφωνούσαν, ο Ανδρέας έπαιρνε πάντοτε το μέρος της Μαργαρίτας. Τελικά οι δύο
γυναίκες κατάφεραν να ξεπεράσουν τα μεταξύ τους προβλήματα.
Προς
ικανοποίηση της Σοφίας, το ζευγάρι τής χάρισε και άλλα εγγόνια. Το 1954
γεννήθηκε η Σοφία, που πήρε τ’ όνομα της μητέρας του Ανδρέα. Το 1956 γεννήθηκε
ο Νίκος και το 1959 ο Ανδρέας ή Αντρίκος. Ο γάμος του Ανδρέα με τη Μαργαρίτα
σφράγισε συμβολικά τους δεσμούς του με τις ΗΠΑ και τη νέα του ταυτότητα ως
Αμερικανός πολίτης.
Οι Παπανδρέου ήταν ένα αγαπητό και πρόσχαρο ζευγάρι.
Χαίρονταν ο ένας τη συντροφιά του άλλου, ενώ απολάμβαναν τις συγκινήσεις,
πνευματικές και κοινωνικές, που πρόσφερε η ζωή σ’ ένα φιλελεύθερο αμερικανικό
πανεπιστήμιο. Ο Ανδρέας απέκτησε
επίσης πάθος για την αμερικανική τζαζ κι έγινε φανατικός θαυμαστής του Νατ
Κινγκ Κόουλ, του Λούις Άρμστρονγκ, καθώς κι
ενός τραγουδιστή που είχαν γνωρίσει στο Ρίνο, του Φρανκ Σινάτρα.
Στο Χάρβαρντ, οι συνάδελφοι
και οι μέντορές του έβλεπαν ήδη τον Παπανδρέου ως ένα άτομο με λαμπρό μέλλον. «Όλοι μας θεωρούσαμε ότι ο Ανδρέας ήταν μία απ’ τις πλέον πολυσχιδείς
προσωπικότητες της εποχής του», θα έλεγε αργότερα ο Τζων Κένεθ Γκάλμπρεϊθ.
«Είχε ένα ευρύ
φάσμα ενδιαφερόντων —πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά— και μπορούσε να τα
εκφράζει μ’ έναν ιδιαίτερα ευφυή κι ενδιαφέροντα τρόπο».
18 Ο Ανδρέας παρακολουθούσε
ανελλιπώς τα ακαδημαϊκά συνέδρια και δημοσίευε τακτικά κείμενα και άρθρα.
Αποκαλυπτικό του προσανατολισμού του στην πολιτική ήταν το άρθρο που δημοσίευσε
στις αρχές του 1952 με τίτλο «Μερικά βασικά προβλήματα στη θεωρία της
επιχείρησης», δίνοντας έμφαση στην «εκτεταμένη γραφειοκρατία» και την «τάση συγκεντρωτισμού»
που χαρακτήριζαν τα οικονομικά συστήματα της ΕΣΣΔ και της ναζιστικής Γερμανίας,
αλλά και τις καπιταλιστικές κοινωνίες της Βρετανίας και των ΗΠΑ.
19 Διατυπώνοντας τον
προβληματισμό του σχετικά με την παγκόσμια τάση προς τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό,
ο Παπανδρέου κατέληγε στο εξής νηφάλιο συμπέρασμα: «Δεν μπορούμε να πάρουμε στα
σοβαρά την ιδέα ότι είναι εφικτό ν’ αντιστρέψουμε αυτή τη διαδικασία. Πολλές
από αυτές τις εξελίξεις πρέπει να γίνουν δεκτές ως μόνιμα, κατά το μάλλον ή
ήττον, χαρακτηριστικά του νέου status
quo». Με τον τρόπο αυτό περιόριζε τους οικονομολόγους
στον ρόλο των τεχνικών συμβούλων των πολιτικών σχετικά με τη δυνατότητα
υλοποίησης των προτάσεών τους. Οι σκέψεις αυτές δείχνουν ότι ο Παπανδρέου, όπως
πολλοί άλλοι προοδευτικοί της γενιάς του, είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για
ριζική κοινωνική αλλαγή.
Αποδεχόταν, ουσιαστικά, ότι το μόνο που
μπορούσε να κάνει ήταν να παρέχει τεχνοκρατική καθοδήγηση στους υπεύθυνους του
συγκεντρωτικού μεγαθηρίου της σύγχρονης κοινωνίας.
Ήταν ολοφάνερο ότι ο
Παπανδρέου βρισκόταν πλέον πολύ μακριά απ’ τα πληθωρικά επαναστατικά μανιφέστα
της νιότης του στην προπολεμική Ελλάδα. Ήταν σαφές επίσης ότι οι απόψεις του
Παπανδρέου αντικατόπτριζαν την απόφασή του ν’ αφοσιωθεί, μεταβαίνοντας στις ΗΠΑ,
στη μελέτη της κοινωνίας και όχι στη δράση που αποσκοπούσε στην κοινωνική
αλλαγή.
Εντούτοις, ο ισχυρισμός του
πως «δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά την ιδέα ότι είναι εφικτό να
αντιστρέψουμε» την τάση προς τον οικονομικό συγκεντρωτισμό δεν αποτελούσε επιστημονική
θέση. Στην πραγματικότητα ήταν μια πολιτική κρίση σχετικά με τις επικρατούσες
συνθήκες και την αδυναμία της πολιτικής δράσης να μεταβάλει ουσιαστικά τη
δυναμική τους.
Το 1952, ωστόσο, ο Παπανδρέου βρήκε την ευκαιρία να
δώσει μία διέξοδο στις καταπιεσμένες πολιτικές του παρορμήσεις. Αποφάσισε να
συμμετάσχει μαζί με τη Μαργαρίτα σε μια επιτροπή που συγκρότησαν καθηγητές του
Πανεπιστημίου της Μινεσότας και οι σύζυγοί τους για να υποστηρίξουν τον
υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος Αντλάι Στίβενσον, ο οποίος, όπως και η
Μαργαρίτα, καταγόταν απ’ τις μεσοδυτικές Πολιτείες.
Το βράδυ των εκλογών η ομάδα συγκεντρώθηκε στο
σπίτι του Γουόλτερ Χέλερ για να παρακολουθήσουν τα αποτελέσματα απ’ την
τηλεόραση, που τότε ακόμη έκανε τα πρώτα της βήματα. Ένιωσαν απογοητευμένοι απ’
τη σαρωτική επικράτηση του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ.
Εντούτοις, ο Παπανδρέου θα
ομολογούσε αργότερα ότι «η προεδρική εκστρατεία του Αντλάι Στίβενσον αφύπνισε
μέσα μου όλα τα συναισθήματα που είχα επιμελώς κρατήσει στον πάγο για πολλά
χρόνια».
20 Σε αυτή την πολιτική αφύπνιση ο Παπανδρέου βρήκε
έναν ισχυρό σύμμαχο στο πρόσωπο της νέας συζύγου του. Παρακολουθώντας τη δράση
του Ανδρέα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του Στίβενσον, η
Μαργαρίτα αντιλήφθηκε γρήγορα ότι είχε «ανάγκη από κάποια μορφή πολιτικής
έκφρασης».
Με το να ενθαρρύνει τον Ανδρέα να ικανοποιήσει αυτή
την ανάγκη, η Μαργαρίτα ικανοποιούσε εμμέσως και μια δική της ανάγκη, αφού
εκείνη την εποχή οι γυναίκες είχαν περιορισμένες δυνατότητες συμμετοχής στην
πολιτική. Για τη γενιά της, ο
ακτιβισμός της πρώην Πρώτης Κυρίας Έληνορ Ρούζβελτ αποτελούσε πρότυπο για κάθε
γυναίκα που ενδιαφερόταν να δραστηριοποιηθεί πολιτικά.
Σε μια σχέση που, όπως η ίδια παραδέχεται, είχε κάτι
απ’ το ερωτικό παιχνίδι ενός δασκάλου με την ατίθαση, αγαπημένη του μαθήτρια, η
Μαργαρίτα κάλυπτε την ανάγκη του Ανδρέα για μια ενδιαφέρουσα γυναικεία
συντροφιά, αλλά και την εξίσου έντονη ανάγκη του για ένα «αντηχείο», που θα τον
βοηθούσε να δοκιμάζει τη σκέψη του. Οι δυο τους ήταν, από πολλές απόψεις, το
μοντέλο του επιτυχημένου πολιτικού ζευγαριού.
Λίγο μετά την αποτυχημένη
προεκλογική εκστρατεία του Στίβενσον, ο Παπανδρέου δέχτηκε νέες πιέσεις απ’ τον
πατέρα του για να ασχοληθεί με την ελληνική πολιτική. Στη διάρκεια μιας επίσκεψής του στις ΗΠΑ, ο πρώην πρωθυπουργός
Νικόλαος Πλαστήρας συναντήθηκε με τον Ανδρέα στο Σικάγο και του μετέφερε την
έκκληση του Γεωργίου Παπανδρέου να επιστρέψει
στην Ελλάδα. Ο Ανδρέας αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1953, ο
Ανδρέας και η Μαργαρίτα επισκέφθηκαν για πέντε εβδομάδες την Ελλάδα. Δεκατρία χρόνια είχαν περάσει από τότε που ο Ανδρέας
είχε φύγει απ’ την πατρίδα του.
Το ζευγάρι έφτασε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου,
ανήμερα της γιορτής του Λίγο μετά τις εκλογές, ο Ανδρέας οριστικοποίησε την
απόφασή του να επιστρέψει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής του
άδειας. Στις 27 Ιουνίου του 1958, έκανε
αίτηση για να λάβει επιχορήγηση απ’ το Ίδρυμα Γκούγκενχαϊμ, εξηγώντας ότι
σκόπευε να μεταβεί για ένα χρόνο στην Ελλάδα προκειμένου να «διαμορφώσει ένα
δοκιμαστικό σχέδιο για την ανάπτυξη της χώρας».
Παρότι διαβεβαίωνε το Ίδρυμα ότι «πρωταρχικός
στόχος» του ήταν η προώθηση της οικονομικής θεωρίας, ουσιαστικά ο Παπανδρέου
είχε αρχίσει να καταστρώνει σχέδια για να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα. Αυτό
ήταν το πρώτο βήμα στη διαδρομή που θα τον οδηγούσε ξανά στην Ελλάδα — μια
διαδρομή αργή αλλά σταθερή, όπως θα την περιέγραφε ο ίδιος αργότερα.
Στην
πραγματικότητα, όμως, η επιστροφή του Ανδρέα ήταν κάθε άλλο παρά σταθερή.
Παθιασμένες συγκρούσεις, βασανιστικές αμφιβολίες και παρορμητικές ανατροπές
έμελλε να σημαδέψουν τη βασανιστική του οδύσσεια.
H περίληψη της έκδοσης
Η περίληψη του βιβλίου
«Ανδρέας Παπανδρέου-Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη» (εκδ. Ψυχογιός) έχει ως
εξής:
«Η Ελλάδα του
1960 είναι ένας τόπος ιδιόμορφος, ευμετάβλητος και απολύτως κατάλληλος για να
αναδείξει μιαν από τις πιο αμφιλεγόμενες πολιτικές προσωπικότητες της Ευρώπης.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, εικονοκλάστης, αιρετικός,
αντιφατικός, διαμόρφωσε τις πολιτικές του αντιλήψεις μέσα στις συγκρούσεις με
το ελληνικό πολιτικό περιβάλλον του 1960, το οποίο τον καθόρισε περισσότερο,
ίσως, από τις οικογενειακές καταβολές και από τις σπουδές του στο Χάρβαρντ.
Μετά από είκοσι χρόνια στις
Ηνωμένες Πολιτείες και ενώ είναι φίλα προσκείμενος στη φιλελεύθερη παράταξη, ο
Παπανδρέου επιστρέφει στην Αθήνα και, απρόσμενα, οικειοποιείται μιαν πολιτική
στάση που συνδυάζει σοσιαλιστικές αντιλήψεις και εθνικιστικές τάσεις και που,
αργότερα, θα τον φέρει σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και, μοιραία, θα τον καταστήσει
έναν από τους βασικούς στόχους της Χούντας.
Ο Παπανδρέου έζησε την
παθιασμένη αγάπη των οπαδών του και την εξίσου εμπαθή αποστροφή των αντιπάλων
αλλά δεν άφησε καμιά ξεκάθαρη απάντηση για το ποιος πραγματικά ήταν και τι
πραγματικά πίστευε, υποστήριζε και διακήρυττε ως πολιτικός ηγέτης.
Αυτή η ιδιαίτερη βιογραφία
αποτελεί ένα χρονικό των αγώνων και των ιδεών οι οποίες καθόρισαν το μέλλον του
ανδρός και την πρωτεϊκή φυσιογνωμία του. Παράλληλα, εξετάζει τον τρόπο με τον
οποίο οι συγκυρίες και το ταμπεραμέντο του Παπανδρέου αλληλεπίδρασαν με
καθοριστικές πολιτικές συνέπειες για τη σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή
Ιστορία».
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Σπύρος Δραϊνας είναι
κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στις πολιτικές επιστήμες από το Πανεπιστήμιο
Γιορκ του Τορόντο. Έχει εργαστεί ως σύμβουλος, πολιτικός αναλυτής και
ιστορικός, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε σημαντικά έντυπα της Ελλάδας και
του εξωτερικού, όπως τα Books Journal, London Review of Books, Wall Street
Journal, Τα Νέα κ.ά. Υπηρέτησε για
χρόνια ως ιστορικός στο Ίδρυμα Ανδρέα Γ. Παπανδρέου, έχει συνεργαστεί με το
Διεθνές Κέντρο Γούντροου Ουίλσον στην Ουάσινγκτον, συμμετείχε σε ερευνητικά
προγράμματα του Πανεπιστημίου Πρίνστον και έχει δώσει διαλέξεις σχετικά με την
ελληνική Ιστορία στο US Foreign Service Institute, στα Πανεπιστήμια Γέιλ,
Κολούμπια, Μίσιγκαν κ.ά., καθώς και στο Εθνικό Εθνικό Κέντρο Ερευνών της
Ελλάδας.
Πληροφορίες: «Ανδρέας Παπανδρέου-Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη» (εκδ. Ψυχογιός). Το
βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Οκτωβρίου.
Ρεπορτάζ, επιμέλεια: Μάνια
Στάικου.
…«ο βασιλιάς με ρώτησε χαμογελώντας αν θα
ήθελα να ξεφορτωθεί τον [Γεώργιο] Παπανδρέου…»
(Αναφορά της 3 Σεπτεμβρίου
1964 στο State Department από τον Χένρι Λαμπουίζ, Πρέσβη των ΗΠΑ)
ΣΥΝΤΟΜΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το
βιβλίου (Εκδόσεις Ψυχογιός)
[[Στις 22 Αυγούστου 1964, οι
διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, με βαση το Σχεδίο Άτσεσον, κατέληξαν σε
αποτυχία.]]
Η κατάρρευση των συνομιλιών
της Γενεύης σηματοδότησε το άδοξο τέλος της διπλωματικής εκστρατείας των
Αμερικανών για μια γρήγορη και οριστική επίλυση του
Κυπριακού. Παρόλο που το
Σχέδιο Άτσεσον παρέμεινε στο τραπέζι, η αμερικανική διπλωματία εισήλθε σε φάση
αδράνειας. Και ενώ η ένταση για την Κύπρο κόπασε και σε διεθνές επίπεδο, η αναταραχή
στο εσωτερικό της Ελλάδας αυξήθηκε.
Η σύγχυση που προκάλεσε η
απόρριψη του Σχεδίου Άτσεσον επέτεινε τις υπάρχουσες συγκρούσεις
και πυροδότησε νέες. Σε
αρκετά μέτωπα δημιουργήθηκαν ρήγματα που άρχισαν να διασταυρώνονται καθιστώντας
επισφαλή τη θέση της Ένωσης Κέντρου.
Ένα από αυτά τα
κρίσιμα μέτωπα αφορούσε στις σχέσεις της κυβέρνησης Παπανδρέου με το Παλάτι. Τα προβλήματα είχαν διαφανεί ήδη στη συνάντηση της
3ης Σεπτεμβρίου, όπου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος παρέδωσε στον πρέσβη Λαμπουίζ την
επιστολή του προς τον Τζόνσον, ζητώντας την αναστολή της αμερικανικής
πρωτοβουλίας για το Κυπριακό.
Ο βασιλιάς αναρωτήθηκε, όπως
ανέφερε ο Λαμπουίζ, «με ποιον τρόπο θα μπορούσε να παγιδευτεί ο Μακάριος», τον
οποίο αποκάλεσε «απερίγραπτο παλιάνθρωπο».
Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της «φιλικής και ειλικρινούς» συνομιλίας τους,
οι δύο άνδρες στράφηκαν στο πρόβλημα της αδυναμίας του πρωθυπουργού ν’
αντιμετωπίσει τον Μακάριο.
«Σε κάποιο σημείο», ανέφερε ο Λαμπουίζ, «ο βασιλιάς με ρώτησε χαμογελώντας αν θα
ήθελα να ξεφορτωθεί τον [Γεώργιο]
Παπανδρέου. Στον ίδιο τόνο τον ρώτησα αν θα μπορούσε να το κάνει, ακόμη και
αν το ήθελε. Μου απάντησε ότι δεν μπορούσε να το κάνει τώρα».
Ήταν φανερό ότι στην πρεσβεία
και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ επικρατούσαν πλέον νέες διαθέσεις. Οι Αμερικανοί, που
παλαιότερα αποκαλούσαν τον Γεώργιο Παπανδρέου «σκληρό καρύδι», τον θεωρούσαν
πλέον «απελπιστικά αδύναμο» εξαιτίας της αποτυχίας του να εφαρμόσει το Σχέδιο
Άτσεσον.
ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ο Ανδρέας & η
επιστροφή στις αγορές.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το
βιβλίο (Εκδόσεις Ψυχογιός)
[[Ύστερα από την χρεοκοπία του 1932, η Ελλάδα
αποκλείσθηκε από τις δυτικές κεφαλαιαγορές αγορές μέχρι το 1964.
Ως υπουργός της κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, ο
Ανδρέας πέτυχε την επιστροφή στις αγορές.]]
Η μετριοπαθής πολιτική του
[Ανδρέας] Παπανδρέου [στους πρώτους μήνες τις υπουργικής του θητείας]
βρήκε…έκφραση στη διαχείριση του θέματος των κατόχων ελληνικών προπολεμικών
ομολόγων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η αδυναμία της Ελλάδας να ικανοποιήσει τις
απαιτήσεις τους είχε ως συνέπεια να αποκλειστεί η χώρα απ’ τα δάνεια απ’ την
ευρωπαϊκή κοινοπραξία τραπεζών, τα οποία προορίζονταν ν’ αντικαταστήσουν την
αμερικανική χρηματοδοτική ενίσχυση της Ελλάδας μετά τις αλλαγές που είχε
επιφέρει η κυβέρνηση Κένεντι σχετικά με τη χορήγηση εξωτερικής βοήθειας.
Οι αμερικανικές πιέσεις είχαν οδηγήσει την
κυβέρνηση Καραμανλή σε διακανονισμό με Αμερικανούς ιδιώτες ομολογιούχους, που
κατείχαν το 20% των ανεξόφλητων ομολόγων.
Κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του στη Γαλλία και την
Αγγλία, την άνοιξη του 1964, ο Ανδρέας άρχισε να διαπραγματεύεται το υπόλοιπο
80% που κατείχαν Ευρωπαίοι (Βρετανοί κυρίως) επενδυτές.
Μέχρι τον Ιούλιο το θέμα είχε
ουσιαστικά διευθετηθεί, ανοίγοντας στο πρόγραμμα ανάπτυξης της Ελλάδας τον
δρόμο για τις δυτικές κεφαλαιαγορές.
Φωτογραφία: ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ: Ο Ανδρέας & η επιστροφή στις αγορές.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το
βιβλίο (Εκδόσεις Ψυχογιός)
[[Ύστερα από την χρεοκοπία
του 1932, η Ελλάδα αποκλείσθηκε από τις δυτικές κεφαλαιαγορές αγορές μέχρι το 1964.
Ως υπουργός της κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, ο Ανδρέας πέτυχε την επιστροφή
στις αγορές.]]
Η μετριοπαθής πολιτική του
[Ανδρέας] Παπανδρέου [στους πρώτους μήνες τις υπουργικής του θητείας]
βρήκε…έκφραση στη διαχείριση του θέματος των κατόχων ελληνικών προπολεμικών
ομολόγων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η αδυναμία της Ελλάδας να ικανοποιήσει τις
απαιτήσεις τους είχε ως συνέπεια να αποκλειστεί η χώρα απ’ τα δάνεια απ’ την
ευρωπαϊκή κοινοπραξία τραπεζών, τα οποία προορίζονταν ν’ αντικαταστήσουν την
αμερικανική χρηματοδοτική ενίσχυση της Ελλάδας μετά τις αλλαγές που είχε
επιφέρει η κυβέρνηση Κένεντι σχετικά με τη χορήγηση εξωτερικής βοήθειας. Οι
αμερικανικές πιέσεις είχαν οδηγήσει την κυβέρνηση Καραμανλή σε διακανονισμό με
Αμερικανούς ιδιώτες ομολογιούχους, που κατείχαν το 20% των ανεξόφλητων
ομολόγων. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του στη Γαλλία και την Αγγλία, την
άνοιξη του 1964, ο Ανδρέας άρχισε να διαπραγματεύεται το υπόλοιπο 80% που
κατείχαν Ευρωπαίοι (Βρετανοί κυρίως) επενδυτές. Μέχρι τον Ιούλιο το θέμα είχε
ουσιαστικά διευθετηθεί, ανοίγοντας στο πρόγραμμα ανάπτυξης της Ελλάδας τον
δρόμο για τις δυτικές κεφαλαιαγορές.
Δημοκρατία
Εχω φτασει στο σημειο να
πιστευω οτι η Δημοκρατια δεν ειναι για την χωρα μας (Ας με συγχωρεσετε).
Δεν μπορει να λεγεται Δημοκρατια αυτο που
ζουμε, Οταν ο κοινοβουλευτικος εκπροσωπος μας, ψηφιζει και υπογραφει με γνωμονα
την κομματικη πειθαρχεια (και αν δεν το κανει εξω) και μερικες φορες ουτε καν
να διαβασει τι υπογραφει.
Πότε το ΚΟΜΜΑ εφτασε να ειναι παραπανω απο το
Κρατος? Για ποια Δημοκρατια μιλαμε?
Για ποια Ευρώπη μιλάμε? Ποτέ δεν θελήσαμε αυτη
την Ευρώπη!Που ακούστηκε να μην μπορεί κράτος μέλος της Ένωσης να μην μπορεί να
δανειστεί απο την ΕΚΤράπεζα με 1% αλλά μέσω των ανοιχτών αγορών και τραπεζών με
εγγύηση την Εθνική κυριαρχία της χώρας?
Χρειαζόταν να έρθει η τρόϊκα
στη χώρα για να βγουν όλα τα……….στην
επιφάνεια? Πλαστά πτυχία, συντάξεις
μαϊμού, κλεψιές και τόοοοσα άλλα πολλά αρνητικά δεδομένα????
Στ. Τσακυράκης
Άλλωστε, ένα κίνημα νέο, που
επιδιώκει να επιφέρει ριζικές αλλαγές νοοτροπίας στην κοινωνία έχει ανάγκη από
τη δική σου συμβολή. Δεν μπορείς να το υποστηρίζεις, διατηρώντας απόσταση
ασφαλείας.
Πέρα από μια γενική υπόσχεση
ότι θα προσπαθήσω να γράψω αυτό το βιβλίο στο μέλλον, δεν έχω πολλά να πω.
Παρακαλώ τους φίλους μου να με πιέζουν ασφυκτικά, να μην αφήσουν να ξεχαστεί η
εκκρεμότητα.
Στη παρούσα φάση αποφάσισα
την ενεργό συμμετοχή μου στη πολιτική εξαίτας μιας αίσθησης έκτακτης ανάγκης
και με συγκεκριμένο σκοπό συνεισφοράς. Έκτακτη ανάγκη για να τελειώσουμε με το
παλαιοκομματικό πολιτικό κατεστημένο, το οποίο όχι μόνον φέρει βαριές ευθύνες
για τη κρίση, αλλά είναι ανίκανο και να δώσει διέξοδο. Πολύ απλά πρόκειται για
ένα πολιτικό κατεστημένο που δεν είναι υπερασπίσιμο. Διέξοδο δεν μπορεί να
δώσει και μια αντιπολίτευση που επιδιώκει την αναπαραγωγή του ίδιου
αποτυχημένου κράτους με μόνη διαφορά να είναι δική της η διοίκηση. Αυτό εξηγεί
και τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού κινήματος που θα αλλάξει ριζικά
νοοτροπίες και πρακτικές. Θεώρησα ότι πρέπει να συμβάλω σε αυτή την προσπάθεια
Η δική μου συνεισφορά
αποσκοπεί στην εναλλαγή γενεών στην εξουσία. Θα κάνω το παν για να βοηθήσω
νέους ανθρώπους να αναλάβουν τη διεύθυνση της χώρας. Δεν πρόκειται για κολακεία
(και προφανώς αντιλαμβάνομαι ότι η ηλικία από μόνη της δεν είναι προσόν) αλλά
για ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Εκείνοι που έχουν μπροστά τους το μεγαλύτερο
μέρος της ζωής τους πρέπει να να μπορούν να καθορίζουν τη τύχη τους.
Έλληνες Ευρωπαίοι Πολίτες
www.ellinespolites.gr
Αποστολή
Ιδρυτική Διακήρυξη Αρχών
Οι “Έλληνες, Ευρωπαίοι
Πολίτες” επιδιώκουμε τη μέγιστη δυνατή εκπροσώπηση των Ελληνίδων και των
Ελλήνων πολιτών στις δημόσιες υποθέσεις της Ελλάδας και της Ευρώπης, αλλά και
την ανάδειξη και προάσπιση των συμφερόντων της Ελληνικής Πολιτείας στην
Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διεθνή Κοινότητα. Η οργάνωση και η δράση των “Ελλήνων
Ευρωπαίων Πολιτών” εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού
πολιτεύματος.
Στόχος μας είναι κάθε
Ελληνίδα και Έλληνας να μπορεί να συμμετέχει ενεργά στις αποφάσεις που αφορούν
την ζωή και το μέλλον του αλλά και το μέλλον της χώρας μας και της Ευρώπης. Να
δημιουργήσουμε μια δημοκρατική, κοινωνικά δίκαιη Ελλάδα μέσα σε μια Ευρώπη που
πρέπει να αλλάξει με κατεύθυνση μια Ομοσπονδιακή λειτουργία, ώστε να αποτελέσει
το κοινό σπίτι των λαών της σε ισότιμη βάση.
Ως πολίτες, βιώνουμε
καθημερινά τις συνέπειες της κρίσης στη ζωή και στο κοινωνικό μας
περιβάλλον και δεν
συμβιβαζόμαστε με την κοινωνική και οικονομική καταστροφή που συντελείται στην
Ελλάδα. Στο διεθνές περιβάλλον η εικόνα της χώρας έχει τρωθεί σε υψηλό ποσοστό,
ενώ στο εσωτερικό η συζητούμενη ανάκαμψη δεν αντανακλάται σε θετικά κοινωνικά
και οικονομικά αποτελέσματα που να δικαιώνουν τις πολύχρονες θυσίες του
Ελληνικού λαού. Η ανάκαμψη στη σημερινή Ελλάδα δεν μπορεί να στοχεύει στην
αριθμητική βελτίωση ορισμένων μακροοικονομικών δεικτών. Αντιθέτως, οφείλει να
επικεντρωθεί στη ριζική αντιμετώπιση της ανεργίας και στην αναβάθμιση της
ποιότητας ζωής των πολιτών της χώρας μας. Όμως, οι οικονομικές συνθήκες που
διαμορφώνονται, αντί να επιφέρουν την ανάκαμψη, λαμβάνουν τα χαρακτηριστικά
ανθρωπιστικής κρίσης, υποθηκεύοντας το μέλλον της Ελληνικής κοινωνίας και των
επόμενων γενεών.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται
από την επανάσταση της Πληροφορίας. Ενώ οι πολίτες βιώνουμε καθημερινά τις
θετικές και αρνητικές συνέπειες των κοινωνικών, οικονομικών και προσωπικών
σχέσεων που διαμορφώνονται σ' ένα νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, η σημερινή
πολιτική ζωή στην Ελλάδα είναι εγκλωβισμένη σε στερεότυπα των “κυρίαρχων”
ιδεολογιών. Διαπιστώνουμε, δηλαδή, ότι σ' ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον,
η πολιτική παραμένει δογματικά προσηλωμένη στο παρελθόν. Επιχειρεί ανεπιτυχώς,
με ιδεολογικά εργαλεία του παρελθόντος να απαντήσει στα σημερινά αδιέξοδα,
αδυνατώντας να διαμορφώσει μια ευοίωνη προοπτική για το μέλλον. Ολοένα και
περισσότερο οι πολιτικοί σχηματισμοί χάνουν την επαφή με τους πολίτες.
Παραμένουν εσωστρεφείς ομάδες διαχείρισης της εξουσίας με επίκεντρο τον
διαγκωνισμό για την πολιτική κυριαρχία, ενώ η χώρα βιώνει μια εξαιρετικά μεγάλη
κρίση. Η κομματική «ταμπέλα» έχει υποκαταστήσει τον δημοκρατικό διάλογο,
υιοθετώντας ως πολιτικές λύσεις παρωχημένα ιδεολογικά στερεότυπα για την
οικονομία, την επιχειρηματικότητα, την εργασία, τις ανθρώπινες σχέσεις και
γενικά τους στόχους της πολιτικής. Η εμμονή αυτή οδηγεί σε αδιέξοδα και
υποβάθμιση της κοινωνικής ζωής, επιχειρώντας με όρους «λιτότητας» να οδηγήσει
στην «ευημερία» τους ανθρώπους. Επιπλέον, η πολιτική έχει εγκλωβιστεί στο ρόλο
του διαχειριστή των συγκρούσεων για την οικονομία κι έχει πάψει να αρθρώνει
«πρόταση ζωής», με την οποία να προσπαθεί να απαντήσει στους προβληματισμούς
και στα αδιέξοδα του σύγχρονου
ανθρώπου.
Παρά τη διάσταση και τη
σημασία της κρίσης, το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν ανταποκρίνεται στις
απαιτήσεις των καιρών, ούτε στην βούληση των Ελλήνων για μια νέα πολιτική
αναγέννηση η οποία θα εμπνεύσει την κοινωνία και θα συμβάλει, τόσο σε Εθνικό
όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να προχωρήσουν οι πολίτες και η χώρα με
αισιοδοξία στο μέλλον. Διαρκώς οι πολίτες διαπιστώνουν ότι δεν εκφράζονται μέσα
από τα παραδοσιακά παγιωμένα κομματικά σχήματα, γιατί τα τελευταία, στην
πλειονότητά τους, δεν μπορούν να εκφράσουν την Ελπίδα που επιζητά ο Ελληνικός
λαός, αλλά κυρίως γιατί δεν πείθουν τους πολίτες για την συνέπεια «λόγων και
έργων».
Οι “Έλληνες, Ευρωπαίοι
Πολίτες” πιστεύουμε ότι τα τεχνητά δίπολα (μνημονιακοί –
αντιμνημονιακοί,
μεταρρυθμιστές – παραδοσιακοί) που έχουν καλλιεργηθεί στον δημόσιο
διάλογο κατά την περίοδο της
κρίσης, δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά ζητήματα που
απασχολούν την κοινωνία.
Αποτελούν απλά, το μοναδικό τρόπο που έχουν τα παραδοσιακά
κόμματα, για να συγκρατήσουν
την καταρρέουσα εκλογική τους δύναμη, δημιουργώντας μπλοκ επιρροής. Στον αντίποδα,
οι Πολίτες σήμερα, αναζητούμε ένα κράτος δικαίου, αποτελεσματικό, σύγχρονο,
ευέλικτο που θα στηρίζει τις ευπαθείς κοινωνικές του ομάδες, θα χαρακτηρίζεται
από την αρχή της αλληλεγγύης και παράλληλα θα προσφέρει ευκαιρίες ζωής και
δημιουργίας, χωρίς αποκλεισμούς, αποκαθιστώντας το αίσθημα αξιοπρέπειας και
περηφάνιας των Ελλήνων πολιτών. Απέναντι στη γερασμένη αντίληψη πολιτικής,
οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας στους πολίτες, ως το βασικό κύτταρο, που
θα γεννήσει μια νέα αντίληψη για τις αρχές, τις αξίες και τις πολιτικές που
πρέπει να διέπουν τη Δημοκρατία τα επόμενα χρόνια, με κυρίαρχο πυρήνα την αξία
της ζωής σε όλες της τις εκφάνσεις.
Πιστεύουμε ότι η Δημοκρατία
δεν είναι μια υπηρεσία εξυπηρετήσεων. Η πελατειακή Δημοκρατία που επικράτησε
τόσο στην Ελλάδα όσο βεβαίως και στον ευρωπαϊκό χώρο, οδήγησε σε αδιέξοδο τόσο
την Ελληνική όσο και τις Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Πιστεύουμε πως η πολιτική
οργάνωση οφείλει να θεμελιώνεται σε δύο κεντρικές αξίες:
• την Λογική στην οργάνωση
του κράτους και των εθνικών και υπερεθνικών θεσμών
• την υιοθέτηση του «ορθού
μέτρου» με βάση τις αρχές του κράτους δικαίου.
Δεν πιστεύουμε σε
προκατασκευασμένες λύσεις ιδεολογικού τύπου. Επιστρατεύουμε τη λογική, τη
γνώση, τις εμπειρίες και τη διάθεσή μας για συμμετοχή, ανταποκρινόμενοι στον –
ξεχασμένο σήμερα - ρόλο του ενεργού πολίτη. Αξιοποιούμε τον κορυφαίο ρόλο που
επιφυλάσσει η Δημοκρατία σε όλους και όλες μας, χωρίς διακρίσεις, χωρίς
αποκλεισμούς. Αναδεικνύουμε το ρόλο του πολίτη που συμμετέχει, κατά το μέτρο
των δυνάμεων του, ισότιμα και ισάξια, στη διαμόρφωση αποφάσεων για το μέλλον.
Στον καθορισμό της νέας πορείας μπορεί να συμπράξουν οι Έλληνες πολίτες χωρίς
αποκλεισμούς. Προς όλους τους συμπολίτες μας οφείλουμε να προσφέρουμε το
κατάλληλο περιβάλλον και εργαλεία ώστε η γνώμη τους να ακουστεί και η καλύτερη,
πρακτικότερη και ταυτόχρονα ωφελιμότερη να γίνει κτήμα όλων, χωρίς εγωισμούς
και προσωπικές φιλοδοξίες. Σε αυτό το κάλεσμα, είναι αναγκαία η συμβολή των
Ελληνίδων και των Ελλήνων κάθε ηλικίας, χωρίς διακρίσεις:
• Πολίτες όλων των
παραγωγικών ηλικιών, των επαγγελμάτων, των κλάδων της οικονομίας
και των κοινωνικών ομάδων, οι
οποίοι έχουν πληγεί από τα μέτρα λιτότητας και την
υποβάθμιση που έχει υποστεί ο
παραγωγικός ιστός της χώρας σε όλους τους τομείς.
• Πολίτες με αναπηρία που
λόγω ελλείμματος δημοκρατίας και πληθώρας αποκλεισμών
εμποδίζονται να συμμετέχουν
ισότιμα στα κοινά.
• Νέοι Πολίτες που σήμερα
χαρακτηρίζονται “απόντες” από την εκπαίδευση, την εργασία
και την παραγωγική
διαδικασία.
• Πολίτες, που με το απαραίτητο
μείγμα δυναμισμού και ρεαλισμού μπορούν να είναι
εκείνοι που θα κάνουν πράξη
την αναγέννηση της χώρας.
Πρώτο και ουσιαστικό βήμα
αποτελεί η συμμετοχή μας στις ευρωεκλογές του 2014, ως Κίνηση Πολιτών.
• Επιδιώκουμε να έχει η
Ελλάδα μια ισχυρή εκπροσώπηση στα όργανα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης την επόμενη περίοδο.
Θέλουμε ισχυρές φωνές που εκπροσωπούν τους πολίτες, το
μόχθο του ελληνικού
παραγωγικού ιστού, τα κυριαρχικά δικαιώματα και τα συμφέροντα
της χώρας στο μοναδικό
αντιπροσωπευτικό ευρωπαϊκό όργανο των πολιτών. Θέλουμε
εκπροσώπηση που λογοδοτεί για
τις θέσεις και τις ενέργειές της.
• Στηρίζουμε ανθρώπους που
αποτυπώνουν τις αγωνίες, τη βούληση και τις προτεραιότητες
που θέτουν οι πολίτες για τη
ζωή τους και για την κοινωνία. Ανθρώπους που γνωρίζουν τα
δεδομένα της Ευρώπης, αλλά
κυρίως ανθρώπους που θέτουν ως προτεραιότητα την
υποστήριξη των συμφερόντων
της χώρας μας και των πολιτών της επιστρατεύοντας την
κοινή λογική, τις ρεαλιστικές
θέσεις από όπου και εάν αυτές προέρχονται με στόχο την
επίτευξη πρακτικών
αποτελεσμάτων κι όχι τις παραταξιακές ισορροπίες ή τις
κατευθυντήριες γραμμές.
• Υψώνουμε μια αδιάβλητη,
σταθερή, ξεκάθαρη και τεκμηριωμένη φωνή διεκδίκησης και
προτάσεων, με στόχο τη
διαμόρφωση μια νέας Ευρώπης. Δεν θα λειτουργήσουμε ως
διακοσμητικά στοιχεία ή
σιωπηλοί μάρτυρες μιας Ευρώπης που έχασε τον δρόμο της.
• Θέλουμε μια Ευρώπη
απαλλαγμένη από τα νοσηρά φαινόμενα του παρελθόντος και από
τις αγκυλώσεις του παρόντος
που την μετατρέπουν σε ήπειρο πολλαπλών ταχυτήτων.
• Συμμετέχουμε σε μια
συμμαχία για μια Νέα Ευρώπη, που αναζητά νέους δρόμους,
διαφορετικούς από εκείνους
που ακολουθούνται σήμερα. Δρόμους που θα μας
οδηγήσουν στην καλύτερη
εκπροσώπηση των πολιτών, δίνοντας πραγματική βαρύτητα
στον ρόλο τους. Θέλουμε
δράσεις που θα φέρουν αποτελέσματα.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
μπορεί να προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες ελεύθερης έκφρασης, αλλά μόνο σε
αυτούς που επιλέγουν να τις αξιοποιήσουν. Η Κίνηση που δημιουργούμε είναι
ανοικτή για συμμετοχή στους πολίτες και στόχος μας είναι να εκφραστούν μέσα από
αυτήν. Βρισκόμαστε στον αντίποδα της παραδοσιακής κομματικής και παραταξιακής
λογικής, που υποβάθμισε τη σημασία της συμμετοχής και του ρόλου των πολιτών στο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τους διορισμένους εκπροσώπους που αναγκαστικά έχουν
ως μοναδική έγνοια να τηρήσουν τον υπάκουο ρόλο της κομματικής γραμμής χωρίς
λογοδοσία, καταλαμβάνοντας μια θέση που απαιτεί διεκδίκηση. Η μεγάλη
πλειονότητα των Ευρωπαίων Πολιτών αναμένει το τέλος της εφαρμοζόμενης πολιτικής
λιτότητας, η οποία δεν στηρίχτηκε σε κάποιον αποτελεσματικό σχεδιασμό. Τα νέα
μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα πρέπει να ανατρέψουν τη μονοσήμαντη
πολιτική λιτότητας και τις
παρενέργειές της. Δεν μπορεί
να συνεχιστεί ο παραλογισμός στην Ευρώπη που χωρίζει τους
Ευρωπαίους σε Βόρειους και
τους Νότιους, σε «ενάρετους» και «αμαρτωλούς».
Το Δημοκρατικό έλλειμμα που
χαρακτηρίζει σήμερα την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκδηλώνεται κυρίως
στην απουσία δημοκρατικής νομιμοποίησης αποφάσεων υψηλής σημασίας, οι οποίες
λήφθηκαν ερήμην των εκπροσώπων των πολιτών. Τα μέτρα λιτότητας και η
«μνημονιακή» πολιτική αποτελούν πολιτικές μιας Ένωσης που απαξιώνει τη θεσμική
της λειτουργία, γιατί απομακρύνεται από τις ανθρωπιστικές αρχές και αξίες που
αποτέλεσαν τα θεμέλια της δημιουργίας της. Η υποβάθμιση του ρόλου της πολιτικής
έναντι μιας υψηλής τεχνοκρατικής εποπτείας που λαμβάνει τον χαρακτήρα
αδιαπραγμάτευτης αλήθειας και καθορίζει ποιες θα είναι οι εφαρμοζόμενες
πολιτικές, αποτελεί έκπτωση από τις θεμελιώδεις αρχές της Ενωμένης Ευρώπης και
πρέπει ν' αλλάξει. Ενώνουμε τις δυνάμεις μας, στηρίζοντας την προοπτική μιας
Ομοσπονδιακής Ευρώπης της αλληλεγγύης, του αλληλοσεβασμού, των κοινών αξιών και
των ίσων ευκαιριών. Η άκριτη εφαρμογή ιδεολογημάτων στον τομέα της οικονομίας,
αποτελεί τον «δούρειο ίππο» για την καταστρατήγηση κάθε Δημοκρατικής και
Ανθρωπιστικής αρχής που μας κληροδότησε διαχρονικά ο ευρωπαϊκός πολιτισμός,
όπως αποτυπώνεται σε όλες του τις ιστορικές εκφάνσεις. Πιστεύουμε πως ήρθε η
ώρα για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο στην Ευρώπη. Το πρώτο βήμα για αυτό θα
πρέπει να είναι ένας νέος ιστορικός συμβιβασμός ανάμεσα στις οικονομικά
ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά και τις δοκιμαζόμενες από τη λιτότητα χώρες του
Νότου της Ευρώπης.
Η εφαρμοζόμενη πρακτική της
επιθετικής εξαγωγικής πολιτικής των ισχυρών βιομηχανικών χωρών, με μοναδικό
στόχο το κέρδος, αποδυνάμωσε όλες τις υπόλοιπες χώρες και προκάλεσε ένα σπιράλ
οικονομικής και αναπτυξιακής απαξίωσης αρκετών χωρών. Πρώτο και κύριο
παράδειγμα η Ελλάδα που βρίσκεται σε απόλυτη αναπτυξιακή στασιμότητα, με την
κοινωνία και την οικονομία της χώρας να βιώνουν τη μεγαλύτερη σε διάρκεια και
σε αρνητικές συνέπειες, ύφεση που έπληξε την Ευρώπη μεταπολεμικά. Υποστηρίζουμε
μια νέα ιεράρχηση των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων στον ευρωπαϊκό χώρο που θα
οδηγεί σε μια δίκαιη κατανομή της ανάπτυξης και των κερδών.
Απέναντι στην παράλογη και
αντιπαραγωγική θεωρία των μόνιμων περικοπών που αναπτύσσεται, προτάσσουμε την
αναγκαιότητα για την διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης κοινωνικής, επιχειρηματικής,
οικονομικής και πολιτικής ευθύνης.
Βρισκόμαστε στο κρίσιμο
σημείο, κατά το οποίο θα πρέπει να αποκλειστεί οριστικά και διαπαντός η
υποβάθμιση και η απαξίωση Κρατών – μελών στην Ευρώπη, όπως έγινε με την Ελλάδα.
Η αδιέξοδη πολιτική της λιτότητας συνθλίβει καθημερινά την κοινωνική συνοχή και
ευημερία των αδύναμων Κρατών - μελών. Η απάντηση θα πρέπει να δοθεί στο μέλλον
μόνο μέσα από μια Ομοσπονδιακή προσέγγιση για την Ευρώπη, με την ισότιμη
συμμετοχή των κρατών - μελών. Θέλουμε υπεύθυνες και αποτελεσματικές πολιτικές
για τις σύγχρονες προκλήσεις της Ευρώπης. Τα Κράτη-μέλη οφείλουν από κοινού να
αντιμετωπίσουν το κορυφαίο ζήτημα της σύγχρονης εποχής που εντοπίζεται στην
ανεργία. Θεωρούμε απαράδεκτη τη διάσταση που έχει λάβει η νεανική ανεργία, διότι
εξελίσσεται σε πρόβλημα που ακυρώνει το παρόν για τις παραγωγικές ηλικίες και
απειλεί το μέλλον της επόμενης γενιάς Ευρωπαίων. Θέλουμε μια κοινή στάση και
μια νέα πολιτική συμφωνία που θα αντιμετωπίζει την πολιτική ασύλου και το
μεταναστευτικό πρόβλημα με όρους συνεργασίας και ανθρωπιστικής αντίληψης, αλλά
και προστασίας των πολιτών των κρατών-μελών της Ένωσης, καθώς και των
πολιτιστικών, κοινωνικών και θρησκευτικών παραδόσεων τους.
Η εφαρμοζόμενη σήμερα
πολιτική δεν υπηρετεί καμία λογική συνύπαρξης, συνεργασίας,
αλληλεγγύης στην Ευρώπη. Δεν
στηρίζεται στις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο καλείται να επιτελέσει το δικό του ρόλο, ο οποίος μπορεί και πρέπει
να είναι καθοριστικός. Αυτό που ενδιαφέρει όλους εμάς του Έλληνες Ευρωπαίους
Πολίτες, είναι να παλέψουμε για μια δημοκρατική και κοινωνικά δίκαιη Ελλάδα,
μια Ελλάδα που θα παρέχει ίσες ευκαιρίες σε όλους τους πολίτες της και για μια
Ενωμένη Ευρώπη της συμμετοχής και της ισότητας των λαών της.
Αυτό που θέλουμε να μας χαρακτηρίζει
είναι η αποτελεσματικότητα σε όλες τις δράσεις μας. Ως “Έλληνες Ευρωπαίοι
Πολίτες”, είμαστε υπερήφανοι για την καταγωγή μας, βέβαιοι ότι το μέλλον μας
βρίσκεται μέσα σε μια ανοιχτή, δίκαιη και αλληλέγγυα Ευρώπη, και αποφασισμένοι
να διεκδικήσουμε και να ασκήσουμε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας ως
ενεργοί Πολίτες. Οι πολιτικές μας θέσεις θα εκφραστούν αναλυτικά στην πορεία
προς τις εκλογές και θα συνδιαμορφωθούν με τη συμμετοχή και των συμπολιτών μας,
τους οποίους και καλούμε να βαδίσουν μαζί μας ως “Έλληνες, Ευρωπαίοι Πολίτες”,
στην κοινή προσπάθεια για την αναγέννηση της χώρας.
Περιγραφή
Είμαστε μια δυνατή φωνή
διεκδίκησης για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες στην Ευρώπη. Θέλουμε να έχει η
Ελλάδα μια ισχυρή εκπροσώπηση. Θέλουμε ισχυρές φωνές που εκπροσωπούν τους
πολίτες, το μόχθο του ελληνικού παραγωγικού ιστού, την αγωνία των νέων ανέργων,
τα κυριαρχικά δικαιώματα και τα συμφέροντα της χώρας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ο νέος σχηματισμός ξεκίνησε
από ενεργούς πολίτες όλων των ηλικι... Δείτε περισσότε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου